Οι οργανοπαίχτες
Τους λέμε εδώ οργανοπαίχτες, σε διάκριση από τους μουσικούς της μη παραδοσιακής μουσικής. Η διαφορά είναι μεγάλη, όση είναι η διαφορά ανάμεσα στην παραδοσιακή και στην σύγχρονη μουσική είτε αυτή είναι ελαφρά, κλασική ή ροκ. Θα δώσουμε παρακάτω, αρκετά σχηματοποιημένα, τα κύρια χαρακτηριστικά του παραδοσιακού οργανοπαίχτη, αυτά ακριβώς που τον διαφοροποιούν από τον σύγχρονο μουσικό.
Στα χωριά σπάνια τους λένε οργανοπαίχτες, δεν λένε δηλαδή «ο τάδε είναι οργανοπαίχτης», ή «ήρθαν οι οργανοπαίχτες». Χρησιμοποιούν συλλογικές εκφράσεις, όπως «τα όργανα», «τα νταούλια», «τα βιολιά», «οι γύφτοι», «τα παιχνίδια», «τα τσαλγκιά». Όταν αναφέρονται ειδικά σε ένα άτομο, τότε δεν χρησιμοποιούν έναν γενικό όρο αλλά εξειδικεύουν ορίζοντας το όργανο, λένε π.χ. «είναι βιολιτζής», «παίζει λαούτο», «βαράει τη φλογέρα». Η εξήγηση είναι ίσως ότι αποφεύγουν να δώσουν στον οργανοπαίχτη την αναγνώριση που δικαιούται μόνον ένα κύριο επάγγελμα, όπως ο σιδεράς ή ο σαμαράς.
Θεωρείται φυσικό ο καλός οργανοπαίχτης να είναι «από φύτρα», από γεννιά οργανοπαιχτών. Το ίδιο ισχύει και για τους τραγουδιστές και τους χορευτές. Υπάρχουν βέβαια οι εξαιρετικές περιπτώσεις αυτών που το έχουν δώρο από τον Θεό να παίζουν ωραία, να τραγουδούν ή να είναι χορευταράδες, αλλά κι αυτοί κάποιον πρόγονο πρέπει να είχαν με το ίδιο χάρισμα. Αυτό βέβαια οφείλεται όχι στην κληρονομικότητα, αλλά στο γεγονός ότι ένα παιδί που μεγαλώνει σε μια οικογένεια όπου τραγουδούν ή παίζουν όργανα είναι φυσικό να εξοικειωθεί και να μάθει χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Σήμερα που η κοινωνία είναι εξατομικευμένη, η έφεση για την μουσική αποδίδεται σε μια καθαρά προσωπική ιδιότητα, το ταλέντο.
Δεν είναι σπάνια η περίπτωση όπου οι γονείς αποτρέπουν - με βίαιους μάλιστα τρόπους - τον γιό τους από το να μάθει ένα όργανο, ακόμα και όταν υπάρχουν οργανοπαίχτες στην οικογένεια. Το όργανο είναι χάσιμο χρόνου όταν παίζει κανείς μόνος του για γούστο, και δουλειά παρακατιανή όταν παίζεται για λεφτά στα γλέντια. Βέβαια, οι αντιλήψεις ποικίλλουν από τόπο σε τόπο, από οικογένεια σε οικογένεια και από εποχή σε εποχή. Στην ηπειρωτική Ελλάδα, εκεί όπου οι γύφτοι με τους ζουρνάδες έπαιζαν αποκλειστικά στις γιορτές, οι νοικοκυραίοι μάθαιναν μόνο τα ήσυχα όργανα που παίζονται τα βράδια στα σπίτια και στις ταβέρνες, κυρίως έγχορδα.
Το νέο παιδί τελικά καταφέρνει να φτιάξει ένα μικρό όργανο ή να του φτιάξουν ένα σαν παιχνίδι, και εξασκείται εκεί επάνω προσπαθώντας να παίξει ό,τι ακούει. Αν έχει πατέρα ή θείο οργανοπαίχτη θα μάθει δίπλα του με τον καιρό, αν όχι θα αναζητήσει μεγαλώνοντας έναν δάσκαλο, τον μάστορα. Εκεί βέβαια χρειάζεται την άδεια και την βοήθεια του πατέρα του για να αγοράσει ένα καλύτερο όργανο και για να πληρώσει τον μάστορα. Η σχέση του μάστορα με τον μαθητευόμενο είναι το θεμέλιο της παραδοσιακής μεταβίβασης των επαγγελματικών γνώσεων. Η σχέση αυτή διαφέρει σημαντικά από την αντίστοιχη σχέση δάσκαλου - μαθητή στην σύγχρονη κοινωνία.
Ο μαθητευόμενος πηγαίνει στο χωριό του μάστορα και μένει εκεί σ' ένα συγγενικό του σπίτι, ή στο σπίτι του μάστορα πληρώνοντας με το μήνα. Δεν υπάρχουν βέβαια ώρες μαθημάτων, ούτε βιβλία, ούτε «διδακτέα ύλη». Ο μάστορας συνεχίζει την καθημερινή του ζωή και παίζει όταν έχει όρεξη, οπότε ρ νεαρός στήνει αυτί για να το αποτυπώσει και να το επαναλάβει αργότερα. Ακούγοντάς τον ο μάστορας μπορεί να τον διορθώσει, όχι δείχνοντάς του πού είναι το λάθος, αλλά παίζοντας ο ίδιος ολόκληρο το κομμάτι με τον τρόπο του. Έτσι περνάει ο καιρός και κάποτε ο νεαρός κρίνει ότι είναι σε θέση να παίζει πια ό,τι αρπάζει το αυτί του, οπότε γυρίζει στο χωριό του, πάντα θυμωμένος με τον μάστορα που δεν θέλησε να του δείξει την τέχνη.
Ο μάστορας δείχνει πιο εύκολα στον μαθητευόμενο όταν το όργανο δεν βγάζει λεφτά επειδή δεν συνηθίζονται τα κεράσματα, ή όταν ο ίδιος είναι γέρος οπότε δεν θέλει να πάρει την τέχνη μαζί του. Αλλιώς, θεωρεί μελλοντικό ανταγωνιστή κάθε μαθητευόμενο γιατί αργότερα θα μοιραστεί μαζί του τα πανηγύρια της περιοχής. Από την άλλη όμως αυξάνεται η αίγλη του όταν τον θεωρούν δάσκαλο, και φυσικά πληρώνεται γι' αυτό. Στις γιορτές πάντως ο μάστορας πηγαίνει συνήθως χωρίς τον μαθητευόμενο, γιατί εκεί είναι που θα βάλει όλη την τέχνη του και θα εξαντλήσει το ρεπερτόριό του. Αν πάλι είναι από μακρινό χωριό, ή όχι και τόσο ξύπνιος, μπορεί να τον αφήσει να παίζει δίπλα του το ίσον και να συμπληρώνει τα κενά της μελωδίας, χωρίς όμως μερτικό από τις εισπράξεις.
Τα πράγματα είναι πιο εύκολα όταν το όργανο είναι πιο απλό και δεν χρειάζεται απαραίτητα να μαθητεύσει κανείς σε κάποιον μάστορα. Οι βοσκοί φτιάχνουν τις φλογέρες και μαθαίνουν να παίζουν μόνοι τους, αργότερα όμως τις τελειοποιούν αντιγράφοντας από άλλους. Το ίδιο γίνεται με την τσαμπούνα, την λύρα, το νταούλι. Από την στιγμή που θα μάθει κανείς να κατασκευάζει το όργανο μπορεί να αρχίσει να παίζει και να βελτιώνεται μόνος του με τον καιρό. Τότε πρέπει να έχει την ικανότητα, στις λίγες ευκαιρίες που έχει να παρακολουθεί κάποιον άλλον να παίζει, να ξεσηκώνει την τεχνική του.
Έτσι, οι φίλοι του τού ζητάνε να τους παίξει κάτι πού και πού, η καθιέρωση όμως έρχεται όταν ένας άλλος οργανοπαίχτης τού ζητήσει να πάρει μέρος σε ένα συγκρότημα που θα αναλάβει να κρατήσει ένα γλέντι, γάμο ή πανηγύρι. Αυτό είναι μια έμπρακτη αναγνώριση, γιατί όλοι οι οργανοπαίχτες που παίζουν μαζί είναι ισότιμοι. Μοιράζονται δηλαδή εξίσου τις εισπράξεις και όχι με πόντους ανάλογους με την πέραση του κάθε οργάνου, όπως σήμερα. Αν τελικά γίνει καλός και αποκτήσει φήμη θα τον φωνάζουν και από πιο μακρινά χωριά, μέχρι που παίζοντας μια ολόκληρη ζωή θα αφήσει όνομα σε ολόκληρη την περιοχή.
Το πρώτο προσόν ενός οργανοπαίχτη είναι η φυσική αντοχή. Ξεκινώντας από το χωριό του ταξιδεύει πολλές ώρες με τα πόδια ή με το μουλάρι για να φτάσει στο χωριό που τον κάλεσαν. Εκεί θα μείνει όσο κρατάει το γλέντι,τρεις μέρες ή και περισσότερο, θα κοιμάται λίγες ώρες όπου του στρώσουν και θα παίζει ώρες ατέλειωτες. «Από καμπάνα σε καμπάνα» του λένε στα πανηγύρια να παίζει, δηλαδή από τότε που θα τελειώσει η λειτουργία μέχρι που θα ξαναρχίσει το άλλο πρωί. Άλλοι μιλάνε για λακκούβα στο χώμα, που την κάνει το πόδι του χτυπώντας τον ρυθμό. Μόλις προλαβαίνει να φάει δύο μπουκιές, να πιει μια γουλιά κρασί ή να τραβήξει μια ρουφηξιά τσιγάρο ανάμεσα στα τραγούδια.
Θα, έλεγε όμως κανείς ότι η κούραση αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της μουσικής αυτής. Ή μάλλον όχι η κούραση, αλλά η ιδιόμορφη κατάσταση που φτάνει κανείς μετά την κούραση, όταν πια νιώθει ότι δεν αντέχει άλλο και με μια ύστατη προσπάθεια το ξεπεράσει. Τότε η υπερένταση μεταβάλλεται σε ένα είδος εκστατικής νάρκης, το ίδιο άλλωστε ισχύει και για τους χορευτές. Το παίξιμο τότε γίνεται αλλιώτικο, σαν να προέρχεται από έναν άλλον κόσμο, αυτό είναι το αληθινό παίξιμο.
Στην αρχή, ο οργανοπαίχτης πάντα δικαιολογεί το ξερό του παίξιμο λέγοντας ότι «δεν ζεστάθηκε το όργανο», εννοώντας μάλλον ότι δεν ζεστάθηκε ο ίδιος ή η ατμόσφαιρα γενικά. Τα όργανα πάντως πράγματι ζεσταίνονται με το παίξιμο - στο νταούλι αυτό είναι πολύ φανερό - μερικοί μάλιστα τα ζεσταίνουν κοντά στην φωτιά πριν αρχίσουν. Άλλοι τα βρέχουν με κρασί - μάλλον σαν ένα είδος σπονδής. Αφού πάντως αρχίσει το παίξιμο, λιγοστές είναι οι ευκαιρίες που θα βρεθούν για να σταματήσει. Εκτός πια αν ξεσπάσει κανένας καυγάς, οπότε έχει τον νου του να αποτραβηχτεί γρήγορα γιατί κινδυνεύει να τις αρπάξει ή να του σπάσουν το όργανο.
Άλλο βασικό προσόν του οργανοπαίχτη είναι να παίζει δυνατά. Τα χοροστάσια είναι ανοιχτά και μεγάλα, φυσάει αέρας, ο κόσμος κάνει φασαρία, οι χωρικοί έχουν φωνές βροντερές. Το όργανο πρέπει να ακούγεται πάνω από όλα αυτά, να βαράει δυνατά για να συνεπαίρνει τους χορευτές. Ένας λόγος που το κλαρίνο εκτόπισε την φλογέρα και το βιολί την λύρα, ήταν κι αυτός, ότι παίζουν πιο δυνατά. Έπειτα είναι και καμάρι για το χωριό να ακούγεται από μακριά ότι διασκεδάζει σημαίνει ότι η σοδειά ήταν καλή, ότι γίνονται παντρολογήματα και γενικά ότι υπάρχει ευημέρια. Το νταούλι πρέπει να αντηχεί στις ρεματιές μέχρι το γειτονικό χωριό. Τώρα όμως με τους ενισχυτές η τάση αυτή φτάνει σε ακρότητες καθώς οι νεαροί μουσικοί ξεκουφαίνουν τον κόσμο για να καλύψουν το κακό τους παίξιμο.
Στα μάτια των ακροατών του ο παραδοσιακός οργανοπαίχτης αποκτάει αξία όταν «ξέρει πολλά τραγούδια», «δεν σταματάει ποτέ», «παίζει δυνατά», «κάνει και νεκρούς ν' ανασταίνονται», «δίνει φτερά στα πόδια των χορευτών». Τέτοιες είναι οι φράσεις που χρησιμοποιούν οι χωρικοί για να εκφράσουν τον θαυμασμό τους. Βλέπουμε δηλαδή ότι (σε αντίθεση με τον σύγχρονο μουσικό) ο παραδοσιακός δεν εμφανίζεται να υπηρετεί μια τέχνη, με τα ποιοτικά κριτήρια της οποίας κρίνεται. Αλλά αξιολογείται στη βάση ποσοτικών κυρίως κριτηρίων που έχουν σχέση με το συγκεκριμένο αποτέλεσμα που φέρνει η μουσική του στους ακροατές. Ο παραδοσιακός οργανοπαίχτης είναι τεχνίτης, ενώ ο σύγχρονος μουσικός είναι καλλιτέχνης.
Αυτή είναι η βασική διαφορά, η οποία εμφανίζεται με πολλούς άλλους τρόπους. Για παράδειγμα, ο παραδοσιακός οργανοπαίχτης πληρώνεται συχνά με το κομμάτι, πράγμα αδιανόητο για έναν σύγχρονο μουσικό. Ο χορευτής σηκώνεται, παραγγέλνει το τραγούδι που θέλει και το πληρώνει με τον ίδιο τρόπο που παραγγέλνει ένα πέταλο στον σιδερά και το πληρώνει (άλλωστε συχνά ο σιδεράς είναι και οργανοπαίχτης). Είναι δηλαδή σαφές ότι θέλει το τραγούδι περισσότερο «για να κάνει την δουλειά του» (π.χ. για να χορέψει η κόρη του που είναι καιρός να παντρευτεί) παρά για να επιδιώξει μια αισθητική απόλαυση (όπως αυτός που πάει σήμερα σε μια συναυλία).
Η παραδοσιακή μουσική είναι άμεσα και ξεκάθαρα λειτουργική. Ο οργανοπαίχτης παίζει για να προκαλέσει ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα, οπότε εκτιμάται και πληρώνεται στο μέτρο που το πετυχαίνει. Η μουσική του είναι καλή όσο καλά κάνει τους άλλους να χορεύουν ή να τραγουδάνε. Μόνη της η μουσική αυτή δεν έχει νόημα. Αυτός είναι ο λόγος που η παραδοσιακή μουσική σε δίσκους φαίνεται τόσο λειψή σε έναν που την έχει ζήσει στον φυσικό της χώρο. Ο οργανοπαίχτης, μέσα στο στούντιο ηχογράφησης χωρίς χορευτές μπροστά του, χωρίς να έχουν προηγηθεί ώρες παίξιμο, φαγητό και ποτό, χωρίς τις φωνές, τις μυρωδιές, τις χειρονομίες, χωρίς τον χώρο, την στιγμή και τα πρόσωπα στα οποία ανήκει αποκλειστικά αυτή η μουσική, είναι φυσικό να δίνει ένα φτωχό της υποκατάστατο.
Αυτή η λειτουργικότητα της μουσικής μπορεί να διατηρηθεί μόνο μέσα στις ιδιαίτερες συνθήκες του χωριού και της γειτονιάς, στις συνθήκες της παραδοσιακής κοινωνίας. Όπου η μετάδοση των γνώσεων γίνεται προφορικά και των ικανοτήτων μιμητικά. Όπου η αλλαγή δεν είναι επιθυμητή αυτή καθ' εαυτή αλλά μόνον όταν είναι αναπόφευκτη και γίνεται προοδευτικά, με συνεχή και ατέλειωτη επανάληψη ώστε να δουλευτεί και να ταιριάξει απόλυτα με τα προηγούμενα. Όπου η επιβίωση είναι ο πρωταρχικός σκοπός και οι ανθρώπινες σχέσεις το πρωταρχικό καθήκον.
Έτσι ο οργανοπαίχτης δεν μαθαίνει να διαβάζει νότες από έναν επαγγελματία δάσκαλο της μουσικής, αλλά μιμείται το παίξιμο του παλιότερου οργανοπαίχτη μιμούμενος συγχρόνως και τις συνήθειές του, την συμπεριφορά του στην καθημερινή του ζωή, παίρνει δηλαδή απ' αυτόν έναν ολόκληρο τρόπο ζωής. Με τους ακροατές δεν έχει μια μονομερή σχέση την ώρα που διασκεδάζουν, αλλά πολύπλευρες καθημερινές σχέσεις κάθε είδους. Η μουσική του τους συνοδεύει σε κάθε σταθμό της ζωής τους, κι εκείνοι τον συνοδεύουν στην κάθε εκδήλωση της δικής του κοινωνικής ζωής. Έτσι, το κάθε τραγούδι που παίζει είναι βγαλμένο από το κοινωνικό σύνολο, και απευθύνεται στο συγκεκριμένο άτομο που το παρήγγειλε ή που τιμάται εκείνη την στιγμή.
Η ενότητα τραγουδιού, μουσικής και χορού σε μια αδιάσπαστη κοινωνική έκφραση διατηρείται χάρις στην συνεχή προσωπική σχέση μεταξύ τραγουδιστή, οργανοπαίχτη και χορευτή. Μεγαλωμένοι στο ίδιο χωριό ή στην ίδια γειτονιά, δεμένοι με ένα πλέγμα σχέσεων μία μόνο από τις οποίες είναι η συνεργασία πάνω στο γλέντι, πρωταγωνιστούν σε αμέτρητες παραστάσεις του ίδιου κοινωνικού δρώμενου. Ο οργανοπαίχτης ξέρει από πριν ποιο τραγούδι θα του παραγγείλει ο κάθε συγχωριανός του, ποιο μεράκι τον σπρώχνει να χορέψει εκείνη την στιγμή, πώς θέλει να του παίζουν για να ξεδώσει και να λυτρωθεί. Δεν παίζει για ένα ανώνυμο μεταβλητό ακροατήριο αλλά για να χορέψουν οι δικοί του. Ο πατέρας του έπαιζε για τους πατεράδες τους, ο γιός του θα παίζει για τους γιούς τους.
Αυτό το διαπροσωπικό δέσιμο του οργανοπαίχτη με τον χορευτή καταλήγει, ιδίως στις ταβέρνες, στην χρηματική εκδήλωση του κεράσματος. Ο χορευτής παραγγέλνει το τραγούδι και πληρώνει τον οργανοπαίχτη για τον κόπο του. Όταν το γλέντι προχωρήσει και φτάσει στο τσακίρ κέφι, τότε πληρώνει ανάλογα με την ευχαρίστησή του. Η τέχνη του οργανοπαίχτη δεν είναι να παίξει «ωραία», αλλά να ταυτιστεί με τον χορευτή, να τον σπρώξει και να τον βγάλει από το πετσί του. Να τον κάνει να μερακλωθεί τόσο πολύ, που να χάσει τον έλεγχό του και να πληρώσει μέχρι την τελευταία του δεκάρα. Το όργανο είναι εργαλείο, είναι το αγκίστρι που θα τραβήξει από τις τσέπες του χορευτή τα χαρτονομίσματα.