Μεθοδολογία της έρευνας

Αμέτρητοι ελληνικοί χοροί χάθηκαν για πάντα, άλλοι χάνονται σήμερα καθώς φεύγουν οι τελευταίοι που τους θυμούνται και θα μπορούσαν να μας τους παραδώσουν. Για όσους από τους αναγνώστες αυτού του βιβλίου θα ήθελαν να ασχοληθούν με εθνογραφική δουλειά πάνω στα χορευτικά έθιμα, προτεί­νουμε πιο κάτω ένα βοήθημα με τις γενικές γραμμές μιας τέτοιας έρευνας. Πρόκειται απλώς για βοήθημα και όχι για αυστηρό οδηγό, μια και ο καθένας μπορεί να το τροποποιήσει ανάλογα με τα ενδιαφέροντα, τις δυνατότητές του, και τις συγκεκριμένες συνθήκες που θα συναντήσει.

Προετοιμασία

Αρχίζοντας διαλέγει κανείς το χωριό με το οποίο θα ασχοληθεί, ή την ομάδα χωριών. Το πρώτο κριτήριο είναι η προσωπική προτίμηση του ερευνητή, ώστε να έχει ένα σοβαρό κίνητρο και να μην απογοητευτεί γρήγορα. Αν κατάγεται ο ίδιος από εκεί θα έχει μεγαλύτερη ευκολία στις προσωπικές επαφές. Αν όχι, θα χρειαστεί να βρει χωριανούς που θα τον συστήσουν ώστε να έρχεται πάντα εκ μέρους κάποιου, πράγμα που βοηθάει πολύ. Πάντως συνιστάται να ερευνά κανείς πρώτα ένα χωριό πολύ διαφορετι­κό από το δικό του, για να ασκήσει έτσι την παρατηρητικότητά του.

Έχει σημασία η ομοιογένεια στην προέλευση του πληθυσμού. Σε πολλά χωριά οι κάτοικοι προέρχονται από διάφορες περιοχές, οπότε είναι δύσκολο να προσδιοριστούν τα έθιμα στην αρχική κατάσταση γιατί επακολούθησε αλληλεπίδραση. Στην περίπτωση αυτή εξετάζει κανείς τους ντόπιους που έμειναν στο χωριό, και διασταυρώνει τις πληροφορίες με αυτούς που έχουν μετεγκατασταθεί αλλού ή έχουν μεταναστεύσει. Για τους πρόσφυγες που προέρχονται από μία ορισμένη περιοχή φροντίζει να βρει σε ποια σημεία της Ελλάδας εγκαταστάθηκαν και εξετάζοντάς τους βρίσκει ποια ήταν τα έθιμά τους πριν διαφοροποιηθούν κατά τόπους.

Πριν από την επιτόπια έρευνα, καλό είναι να προηγείται μία πρώτη βιβλιογραφική εξέταση. Διαβάζοντας τι έχει γραφτεί για την ιστορία και τα έθιμα της περιοχής, προσανατολίζεται κανείς καλύτερα για να καλύψει τα κενά, για να επιβεβαιώσει, να διαψεύσει ή να τροποποιήσει όσα διάβασε, και να βοηθήσει την μνήμη των συνομιλητών του. Αν οι συγγραφείς των βιβλίων ή των άρθρων ζουν ακόμη, μπορεί να τους βρει και να πάρει χρήσιμα στοιχεία από αυτούς. Είναι σκόπιμο να έρθει επίσης σε επαφή με τους αντίστοιχους τοπικιστικούς συλλόγους στις πόλεις, όπου θα βρει εύκολα πληροφοριο­δότες.

Είναι σημαντικό να οριστεί από την αρχή ποια είναι η εποχή αναφοράς. Οι πόλεμοι, και οι μετακινήσεις που επακολούθησαν, έφεραν μεγάλες εθνολογικές αναστατώσεις. Οι δεκαετίες του 1920 και 1940 ήταν οι δύο μεγάλοι σταθμοί του αιώνα στην Ελλάδα. Πριν αρκετά χρόνια μπορούσε κανείς να βρει ανθρώπους που χόρευαν στα χωριά προ του 1920, τώρα όμως θα πρέπει να περιοριστεί αναγκαστικά σ' αυτούς που έζησαν εκεί τον μεσοπόλεμο. Αν και τα έθιμα συνεχίστηκαν και μετά την Κατοχή, ο κλονισμός ήταν μεγάλος. Ενδιαφέρουν λοιπόν κατά προτεραιότητα όσοι είναι σήμερα πάνω από 60 ετών και ενηλικιώθηκαν στο χωριό.

Το ιδανικό βέβαια είναι να εντάσσεται η έρευνα των χορευτικών εκδηλώσεων μέσα σε μια ολοκληρωμένη εθνογραφική έρευνα του τόπου. Καμία εκδήλωση δεν λειτουργεί ανεξάρτητα από όλες τις άλλες που απαρτίζουν την κοινωνική ζωή. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την παραδοσιακή κοινωνία, σε σύγκριση με την βιομηχανική η οποία τείνει προς τον καταμερι­σμό των εκδηλώσεων τοπικά, χρονικά, και λειτουργικά. Μία έρευνα των χορευτικών εθίμων ενός χωριού μπορεί να είναι πλήρης, δεν μπορεί όμως να προχωρήσει σε ερμηνείες και συμπεράσματα αν δεν συνδυαστεί με την μελέτη των πλευρών της καθημερινής ζωής των κατοίκων.

Η βιβλιογραφική έρευνα θα γίνει αναγκαστικά στις εξειδικευμένες βιβλιοθήκες που υπάρχουν στα μεγάλα αστικά κέντρα. Συμπληρωματικά, μπορεί ο ερευνητής να εξετάσει αν υπάρχουν γραπτά στοιχεία σε τοπικές πηγές: κοινοτικές βιβλιοθήκες, ιδιωτικά αρχεία, ιδρύματα, αρχεία μοναστη­ριών κ.α. Για την προέλευση του πληθυσμού, την δημογραφική εξέλιξη, τους ιστορικούς σταθμούς, την οικονομική ζωή και τις διοικητικές πράξεις θα βρει στοιχεία σε δημόσια αρχεία των πόλεων. Η προετοιμασία συμπληρώνεται με επισκέψεις στα τοπικά λαογραφικά μουσεία από όπου θα πάρει μια εικόνα για τις φορεσιές, τα σκεύη και την ζωή των κατοίκων της περιοχής στο παρελθόν.

Συνεντεύξεις

Η δεύτερη φάση αφορά την εργασία που θα γίνει επιτόπια. Ρωτώντας στο χωριό βρίσκει κανείς κατά προτίμηση αυτούς που έπαιζαν όργανα παλιά ή μέχρι και τώρα, αυτούς που ήταν χορευταράδες στα νειάτα τους ή τραγουδιστές, και γενικά αυτούς που συμμετείχαν περισσότερο στα γλέντια. Η χρησιμότητα του κάθε πληροφοριοδότη εξαρτάται από την ηλικία του, το καλό μνημονικό του, την παρατηρητικότητά του και βέβαια την προθυμία του να βοηθήσει στην έρευνα. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι γέροι του χωριού δεν είναι τόσο πολλοί κι έτσι δεν υπάρχει πρόβλημα επιλογής, αναγκαστικά λοιπόν θα αποτανθεί κανείς και σε νεότερους που έζησαν τα έθιμα όταν ήδη άρχιζαν να εγκαταλείπονται.

Είναι προτιμότερο να αρχίζει κανείς συζητώντας με τον κάθε πληροφο­ριοδότη χωριστά, ώστε να καταγράψει ανεπηρέαστα τα στοιχεία που είναι πιο ζωντανά στη μνήμη του. Κατόπιν μπορεί να θίξει τα ίδια θέματα κάνοντας διευκρινιστικές ερωτήσεις σε έναν κύκλο από μερικούς πληροφοριοδότες της ίδιας ηλικίας, οπότε η συζήτηση φέρνει στην επιφάνεια νέες πληροφο­ρίες και απόψεις. Ο ερευνητής πρέπει να εξηγήσει από την αρχή τον σκοπό της έρευνας και να πείσει για την σοβαρότητά της έτσι ώστε να υπερνικήσει τον δισταγμό και την δυσπιστία των συνομιλητών του. Θα διαπιστωθεί συχνά ότι εκείνοι έχουν μάθει να περιφρονούν όλα αυτά τα περασμένα και να τα θεωρούν εμπόδιο για την πρόοδο.

Η μέθοδος αυτή λέγεται συνέντευξη, αλλά πρόκειται περισσότερο για μια προσανατολισμένη συζήτηση. Δυστυχώς δεν μπορεί να ακολουθήσει μία δεδομένη σειρά γιατί ο συνομιλητής πετάγεται από το ένα θέμα στο άλλο καθώς ξετυλίγονται οι εικόνες στην μνήμη του. Ο ερευνητής κρατάει σημειώσεις των βασικών στοιχείων για να έχει μπροστά του μία εικόνα της πορείας της συζήτησης, μαγνητοφωνώντας συγχρόνως ώστε να κάνει πλήρη καταγραφή αργότερα και να κρατήσει τις ταινίες στο αρχείο του. Δεν είναι απαραίτητο να κρατάει μία συγκεκριμένη σειρά στα θέματα που θίγει, ούτε να γίνεται κουραστικός βομβαρδίζοντας με ερωτήσεις. Μπορεί να αναφέρει π.χ. περιπτώσεις από άλλα χωριά που είδε, οπότε ο συνομιλητής του παίρνει αφορμή για να διηγηθεί την ανάλογη περίπτωση από την δική του εμπειρία.

Τα θέματα που ακολουθούν δεν αποτελούν ερωτηματολόγιο με την στενή έννοια της κοινωνιολογικής έρευνας. Δεν είναι κατάλογος ερωτήσεων που πρέπει να απευθυνθούν προς τον πληροφοριοδότη και ενδεχομένως να απαντηθούν με ένα ναι ή με ένα όχι. Είναι ένα σχέδιο που απευθύνεται αποκλειστικά προς τον ερευνητή για να τον βοηθήσει να οργανώσει την συζήτηση, να του υπενθυμίζει τα διάφορα θέματα που πρέπει να θίξει, και να τον βοηθήσει αργότερα να κατατάξει τα στοιχεία που πήρε. Σαν ερωτήσεις είναι πολύ ξερές, και γι αυτό κινδυνεύουν να προκαλέσουν ξερές απαντή­σεις.

Οι γόνιμες απαντήσεις είναι ιστορίες ολόκληρες, σκηνές, περιστατικά, κρίσεις και συνειρμοί που έρχονται σιγά σιγά στο μυαλό τού ερωτώμενου. Αυτές πρέπει, στην ιδανική περίπτωση, να καταγραφούν ολόκληρες, όσο και αν φαίνονται εκτός θέματος από πρώτη άποψη. Ζητώντας κανείς μία άμεση και σαφή απάντηση, κινδυνεύει να χάσει την ουσία αναγκάζοντας τον συνομιλητή του να παραποιήσει την σκέψη του. Ιδιαίτερα εφ' όσον πρόκειται, αφ' ενός για ανθρώπους του χωριού που έχουν δικό τους τρόπο σκέψης και έκφρασης, αφ' ετέρου για ηλικιωμένους που η μνήμη τους έχει αδυνατίσει.

Μία πρόσφορη τακτική είναι να δέχεται κανείς την πρώτη απάντηση, και να επανέρχεται σ' αυτήν αργότερα μέσα στην συζήτηση για να την διευκρινήσει, συνδυάζοντάς την με τις άλλες απαντήσεις που δόθηκαν στο μεταξύ. Ακόμα καλύτερα είναι όταν μπορεί να ξαναγυρίσει στον συνομιλητή του μετά από μερικές εβδομάδες. Θα δει τότε ότι τα ερωτήματα που του είχε θέσει στην πρώτη συζήτηση γέννησαν στο μεταξύ πολύ πιο πλούσιες απαντήσεις.

α) Προσωπικά στοιχεία

Όνομα. Πότε και πού γεννήθηκε. Λίγα για την ζωή του (αν έφυγε από το χωριό, πού πήγε, τι δουλειές έκανε, αν παίζει κανένα όργανο, πού έμαθε να χορεύει, από πού κατάγονται οι γονείς του).

β) Πανηγύρια και δημόσιοι χοροί

— Πότε γίνονταν. Πού. Ποιοι πήγαιναν. Τι φορούσαν. Ποιες ώρες χόρευαν.

— Πώς καλούσαν για τον χορό: με ντουφεκιές, καμπάνες, ντελάλη, φωνές;

— Ποιος άρχιζε τον χορό: οι νέοι, οι γέροντες, οι γυναίκες; Πώς; Με τί χορό;

— Πώς παράγγελναν έναν χορό, τί έλεγαν στον οργανοπαίχτη;

— Τί όργανα είχαν οι μουσικοί, από πού ήταν;

— Πώς πλήρωναν τους οργανοπαίχτες, πόσο, πότε, ποιος;

— Με ποια σειρά χόρευαν τον κάθε χορό: κατά φύλο, κατά ηλικία, κατά οικογένεια, σε χωριστούς κύκλους.

— Ποιους χορούς χόρευαν. Ονόματα χορών, ή τραγουδιών που είχαν ιδιαίτερο χορό. Σειρά των χορών, στην αρχή, στο τέλος της γιορτής.

— Χοροί για ειδικές περιστάσεις.

— Υπήρχαν αντρικοί χοροί, γυναικείοι, ζευγαρωτοί, μοναχικοί, γεροντικοί;

— Κρατούν μαντήλια; Ο πρώτος, οι άλλοι, οι άντρες, οι γυναίκες;

— Έμπαιναν ξένοι στον χορό, σε ποια θέση, πότε;

— Όταν είχαν πένθος, μετά από πόσον καιρό έμπαιναν στον χορό;

— Αν υπήρχαν τρελοί, ανάπηροι, άρρωστοι, χόρευαν κι αυτοί;

— Με ποιους μπορεί να χορέψει ο καθένας, πώς τους καλεί, πιάνονται κι άλλοι;

— Μπορούσε ένας νέος να καλέσει ένα κορίτσι να χορέψουν, πώς;

— Χόρευε ο παπάς, πότε; Ο δάσκαλος, ο χωροφύλακας, άλλοι;

— Πώς κάθονταν οι άλλοι γύρω από τον χορό, ποιοι ήταν, πού κάθονταν τα όργανα, πώς ήταν το χοροστάσι;

— Πώς τελείωνε ο χορός, πότε; Ποιος έδινε το σύνθημα, ποιος ήταν ο τελευταίος χορός;

γ) Γενικά

— Πώς σχολίαζαν την άλλη μέρα ό,τι έγινε στον χορό, τί έλεγαν;

— Πώς ξεχωρίζει ο καλός χορευτής, η καλή χορεύτρια, τι λένε γι' αυτούς;

— Είχαν ονόματα οι φιγούρες του χορού; Οι χαρακτηριστικές κινήσεις; Πώς λέγονταν αυτός που έσερνε, πώς ο τελευταίος;

— Επιφωνήματα πάνω στον χορό, παινέματα, σχόλια των γύρω, χαρακτηριστι­κές φράσεις και λέξεις.

— Καυγάδες στον χορό, ποιοι συμμετείχαν, με ποια αφορμή.

— Τα παιδιά σε ποια σειρά χόρευαν, πώς μάθαιναν χορό; Από ποια ηλικία μπαίνουν στον χορό τα αγόρια, τα κορίτσια; Ποιους χορούς μάθαιναν στο σχολείο;

— Πότε γίνεται χορός, τί γίνεται αν δεν χορέψουν, αν κάποιος δεν χορέψει;

δ) Γάμοι

— Για τα προεόρτια , την προετοιμασία του γάμου: Σε ποια σημεία χόρευαν, ποιοι, με ποια τραγούδια, τι χορούς (στους αρραβώνες, στα προζύμια, με τα προικιά, με το στρώμα, στην βρύση, αλλού), περιγραφή.

— Μετά τα στεφανώματα χόρευαν έξω από την εκκλησία, στον δρόμο, ποιοι, με ποια σειρά, τι χορούς;

— Για το γλέντι του γάμου. Ποιος άνοιγε τον χορό, με ποια σειρά χόρευαν τον κάθε χορό, τι χορός ήταν, με ποιο τραγούδι; Με ποιους χορούς τελείωνε το γλέντι;

— Χόρευαν τις επόμενες μέρες; Ποιοι; Πότε;

ε) Άλλες περιστάσεις

— Χόρευαν τις Απόκριες; Ποιοι, πού, τι χορούς, τι φορούσαν; Τι έκαναν οι άλλοι, τι έλεγαν;

— Χοροί σε ξωκλήσια, σε μοναστήρια, σε πανηγύρια άλλων χωριών.

— Χοροί στις φωτιές του Αη Γιάννη, του Λαζάρου, στα κάλαντα, για να βρέξει, για να μαζέψουν χρήματα, στις κούνιες, την Πρωτομαγιά, τα Χριστούγεν­να, την Πρωτοχρονιά, στον θερισμό, στον τρύγο, στα χωράφια, στα μαντριά.

— Χόρευαν στα σπίτια, στις αυλές, στα νυχτέρια, σε οικογενειακές συγκεν­τρώσεις, με ποιες αφορμές; Τί χορούς;

— Χόρευαν οι γυναίκες μεταξύ τους, στα σπίτια, στην βρύση, με τα παιδιά;

— Χόρευαν τα παιδιά μεταξύ τους, πότε, υπήρχαν παιδικοί χοροί;

— Χόρευαν τραγουδιστά, χωρίς όργανα, χωρίς τραγούδι;

— Μιμητικοί χοροί. Διαγωνισμοί χορού. Αστείοι χοροί. Ξεδιάντροποι. Χορευ­τικά παιχνίδια.

— Χοροί ορισμένων επαγγελμάτων (π.χ. βοσκοί, ναυτικοί, ψαράδες, συνάφια). Χοροί που τους χόρευαν ορισμένες παρέες, οικογένειες ή ορισμένα μόνο πρόσωπα.

— Χοροί άλλων εθνοτήτων της περιοχής (γύφτοι, αρμένηδες, εβραίοι, τούρκοι, βούλγαροι, κλπ).

— Χοροί από άλλα χωριά, από άλλες περιοχές της Ελλάδας, ευρωπαϊκοί. Ποιος τους έφερε, πότε, ποια ήταν η υποδοχή.

στ) Για τον κάθε χορό

— Όνομα ή ονόματα. Τραγούδια με τα οποία χορεύεται. Μελωδίες.

— Περιστάσεις όπου χορεύεται, ή όπου δεν χορεύεται.

— Ποιοι τον χορεύουν συνήθως, ποιοι όχι. Με ποια σειρά.

— Τι λένε γι αυτόν (π.χ. είναι για νέους, για μεθυσμένους, για επίδειξη, λεβέντικος, σοβαρός, δεν είναι ντόπιος, κλπ).

— Πώς τον παραγγέλνουν στα όργανα, τι φράση μεταχειρίζονται.

— Πώς κρατιούνται (με τα χέρια, από τους ώμους, σταυρωτά κλπ).

— Βήματα, κινήσεις των χεριών και του σώματος, τσακίσματα, παραλλαγές, αυτοσχεδιασμοί του πρώτου ή του τελευταίου.

— Πώς ταιριάζει να χορεύεται σωστά (π.χ. στητά, με χάρη, έντονα, με χτυπήματα, στον τόπο, ελαφροπατώντας κλπ.).

— Σχηματισμοί (π.χ. σπείρα προς τα μέσα ή προς τα έξω του κύκλου, απολυτά, αντικρυστά, σε ευθεία γραμμή, σε κλειστό κύκλο κλπ).

Αποτύπωση των χορών

Οι άλλες φάσεις της έρευνας μπορούν να γίνουν και από εθνογράφους που δεν έχουν προϋπηρεσία στον χορό, η αποτύπωση όμως είναι η φάση που εξαρτάται περισσότερο από τις προσωπικές ικανότητες, τις γνώσεις και το χορευτικό ταλέντο του ερευνητή. Σκοπός της είναι η καταγραφή του κινησιακού περιεχομένου του κάθε χορού, είτε για να μεταδοθεί σε τρίτους, είτε για να διασωθεί από επερχόμενη αλλοίωση ή εξαφάνιση.

Αρχίζει από μια αναγνώριση του χώρου, παρατηρώντας αυτούς που χορεύουν στους γάμους και στα πανηγύρια. Αυτοί που καταλαβαίνουν πραγματικά την μουσική και την εκφράζουν με το σώμα τους ξεχωρίζουν, καθώς κι εκείνοι που ξεφεύγουν από το τοπικό χρώμα επηρεασμένοι από χορούς που είδαν από άλλα μέρη. Μπορεί όμως η πολιτιστική διάβρωση του χωριού να είναι προχωρημένη, οπότε η έρευνα εντοπίζεται στους ηλικιωμέ­νους, που οπωσδήποτε είναι οι πιο αξιόπιστες πηγές.

Σε κάθε περίπτωση, φροντίζει να αποτυπώσει κανείς τον κάθε χορό - με τις μεθόδους που θα εκτεθούν παρακάτω - τόσο σε δημόσια εκδήλωση όσο και κατ' ιδίαν, διασταυρώνοντας όσο μπορεί τις πηγές του (άντρες-γυναίκες, γέροι-νέοι κλπ.). Η πρώτη και μεγαλύτερη φροντίδα είναι να μην αλλοιωθεί ο χορός από την ίδια την παρουσία του ερευνητή. Η παρουσία στους γάμους και τα πανηγύρια πρέπει να είναι όσο γίνεται πιο φυσική και διακριτική. Στο τέλος του γλεντιού μένουν συνήθως οι πιο μερακλήδες και τότε ο χορός παίρνει την πιο ανάγλυφη μορφή του. Άλλες φορές, θα χρειαστεί να ξεμοναχιάσει ο ερευνητής έναν ή περισσότερους χορευτές μίαν άλλη ώρα για να διευκρινίσουν ορισμένες λεπτομέρειες ή για να χορέψουν έναν εγκαταλειμμένο χορό. Εκεί δοκιμάζεται το προσωπικό χάρισμά του να πείθει και να φέρνει στο κέφι, γιατί οπωσδήποτε δεν είναι εύκολο για κανέναν - και ιδίως για τον γεροντότερο - να χορέψει εν ψυχρώ, με ξένους, και για αρκετή ώρα.

α) Εκμάθηση

Ο ερευνητής ξεκινάει μαθαίνοντας ο ίδιος τον χορό, αποτυπώνοντάς τον στο ίδιο του το σώμα, πριν τον αποτυπώσει στο φιλμ ή στο χαρτί.

Η εκμάθηση του χορού θέλει αρκετό χρόνο και προσοχή. Το να μάθει κανείς τα βήματα και τις κινήσεις του σώματος ώστε να μπορεί να χορεύει με τους άλλους είναι εύκολο, το δύσκολο είναι να αντιγράψει ακριβώς το τοπικό χρώμα και να το κάνει κτήμα του. Χορεύοντας συστηματικά με τους καλούς χορευτές ανακαλύπτει κανείς τις μικροκινήσεις, τις ταλαντεύσεις, τις αποκλίσεις από τον ρυθμό, τις εναλλαγές στην στήριξη και όλα τα άλλα που αποτελούν την ιδιαιτερότητα που διαμορφώθηκε στο συγκεκριμένο χωριό. Εφόσον ο ίδιος προέρχεται από τον έξω χώρο και δεν είναι γέννημα-θρέμμα του τόπου, η εκμάθηση αυτή θα είναι κατ' ανάγκην τεχνητή, θα είναι πάντα μια μίμηση, ενώ για τον ντόπιο το τοπικό χορευτικό ιδίωμα είναι ο αποκλειστικός τρόπος έκφρασης. Όσο καλύτερα όμως γνωρίζει τον κάθε χορό τόσο πιστότερα θα μπορέσει να τον αποτυπώσει ή να τον μεταδώσει σε άλλους.

Αν πρόκειται για ομάδα ατόμων που κάνει την επιτόπια έρευνα, π.χ. μέλη ενός χορευτικού συγκροτήματος από την πόλη, θα διαπιστώσουν αργότερα χορεύοντας μεταξύ τους ότι ο καθένας έμαθε κάπως διαφορετικά τον ίδιο χορό. ©α εντοπίσουν έτσι τις αποκλίσεις, και σε μια δεύτερη επίσκεψη στο χωριό θα τις διευκρινίσουν και θα κατασταλάξουν σε ένα κοινό πλαίσιο. Η απόλυτη όμως τυποποίηση του χορού δεν είναι σκόπιμη, μια και σε ένα χωριό δεν χορεύουν όλοι το ίδιο λόγω των διαφορών στην σωματική διάπλαση, την ηλικία και την προσωπικότητα. Σημασία έχει να βρεθούν οι τρεις «περιοχές» του κινησιακού περιεχομένου κάθε χορού. Κάνουμε παρακάτω μια παρένθεση για να ορίσουμε τις «περιοχές» αυτές.

Πυρήνας του κινησιακού περιεχομένου κάθε χορού είναι τα στοιχεία που τον χαρακτηρίζουν και τον κάνουν να ξεχωρίζει από τους άλλους χορούς. Η ρυθμική δομή, τα βήματα, το πιάσιμο, οι χειρονομίες, οι σχηματι­σμοί, οι καθιερωμένες φιγούρες, και άλλα αποτελούν ένα σύνολο χαρακτηρι­στικό για τον κάθε χορό. Μέσα στο βασικό αυτό πλαίσιο κινείται οποιοσδήπο­τε μάθει να χορεύει τον χορό αυτό, π.χ. τα μέλη ενός χορευτικού συγκροτήματος μετά από μερικές πρόβες. Ο πυρήνας αυτός μπορεί να αποτυπωθεί γραπτά με μια μέθοδο κινησιογραφίας του χορού (Laban, Benesh κλπ.), ή να διδαχθεί εύκολα σε μερικά μαθήματα τύπου χοροδιδασκαλείου.

Γύρω από τον πυρήνα αυτό, το κάθε χωριό έχει διαμορφώσει μια δική του κινησιακή «περιοχή», αυτό που ονομάζουμε «τοπικό χρώμα». Χορεύον­τας μεταξύ τους επί πολλές δεκαετίες, έχοντας για αποκλειστικό μέσο χορευτικής έκφρασης ένα σταθερό ρεπερτόριο χορών, ακούγοντας την ίδια μουσική από τους ίδιους οργανοπαίχτες, εκφράζοντας τα ίδια κοινά βιώματα, κατέληξαν σε μια κοινή ερμηνεία του βασικού πυρήνα. Η κοινή αυτή ερμηνεία έχει ενσωματώσει τις προσωπικές ερμηνείες του καθενός σε ένα σύνολο που αποδέχονται και θεωρούν αποκλειστικά δικό τους. Με άλλα λόγια, οι προσωπικές ερμηνείες των μελών μιας κλειστής κοινωνικής ομάδας έχουν έναν «μέγιστο κοινό διαιρέτη». Αυτό είναι το τοπικό χρώμα.

Η τρίτη και ευρύτερη «περιοχή» του παραδοσιακού χορού καλύπτει τους αυτοσχεδιασμούς των χορευταράδων. Οι πιο προικισμένοι χορευτές του χωριού, ξεκινώντας από το τοπικό ιδίωμα, τολμούν να το προεκτείνουν χωρίς να το προδώσουν. Οι εξάρσεις τους είναι αποδεκτές από τους άλλους (που δεν τις ακολουθούν, αλλά καθρεφτίζονται μέσα σ' αυτές), αν όμως υπερβούν τα όρια θα προκαλέσουν αποδοκιμασία. Αυτά τα νοητά όρια περιχαρακώνουν τον κινησιακό χώρο. Όλοι οι χωριανοί κινούνται μέσα σ' αυτά, ο καθένας πλησιάζοντάς τα ανάλογα με το πόσο μερακλής είναι.

Μόνον αυτός που έχει αφομοιώσει πλήρως το τοπικό ιδίωμα μπορεί να αυτοσχεδιάσει πάνω σ' αυτό και να κινηθεί στην τρίτη «περιοχή» όπως την ορίσαμε. Αλλιώς ο χορός του θα είναι φτιαχτός και α-τοπικός, θα είναι απλώς μια χορογραφία κοινωνικά απρόσωπη, ξεκομμένη από το πολιτισμικό περι­βάλλον που υποτίθεται πως εκφράζει. Μακριά από την κοινωνική ομάδα του χωριού, ο χορός με την μεσολάβηση δασκάλου και χορογράφου παύει να είναι παραδοσιακός, γίνεται φολκλορικός, καρακτέρ, θέαμα πίστας, ή οτιδή­ποτε άλλο.

Με βάση τα παραπάνω, γίνεται φανερό πώς ο ερευνητής του παραδο­σιακού χορού ξεκινάει για να μάθει, να αποτυπώσει στο σώμα του, το τοπικό χορευτικό ιδίωμα. Πρέπει βέβαια να διαθέτει μια γενική ευχέρεια στον χορό, και να προσπαθεί να μην επηρεάζεται από χορούς άλλων περιοχών που ήδη γνωρίζει.

β) Εικονογράφηση

Η εικονογραφική αποτύπωση του χορού περιλαμβάνει την φωτογράφιση, την μαγνητοσκόπηση, την σχεδιαγράφηση των χορευτικών σκηνών. Η αποτύπωση μπορεί να γίνει μεμονωμένα και ανεξάρτητα από όλες τις άλλες φάσεις της έρευνας, όταν όμως συνδυάζεται μ' αυτές κερδίζει σε αξιοπιστία και σε αποδοτικότητα.

Το πρώτο ερώτημα στο οποίο πρέπει να απαντήσει κανείς ξεκινώντας, είναι: σε ποιον θα απευθυνθεί το προϊόν της αποτύπωσης. Από την απάντηση θα εξαρτηθεί κάθε επόμενη ενέργεια, τόσο που το τελικό αποτέλεσμα να διαφοροποιηθεί οριστικά. Είναι άσκοπο να προσπαθεί κανείς να ικανοποιήσει συγχρόνως το ευρύ κοινό, τους ειδικευμένους μελετητές, τους καλλιτεχνι­κούς κύκλους και τις δικές του δημιουργικές παρορμήσεις. Θα πρέπει λοιπόν να κάνει μια επιλογή και να ακολουθήσει τον ανάλογο δρόμο. Το ιδανικό, από την δική μας πλευρά, είναι να δίνεται προτεραιότητα στην μελετητική κατεύθυνση. Όμως τα έξοδα ενός κινηματογραφικού συνεργείου ή ενός επαγγελματία φωτογράφου είναι μεγάλα, ενώ τα κονδύλια που δίνονται για έρευνα είναι περιορισμένα. Γι’ αυτό μπορεί, ανεξάρτητα από την αποτύπωση των χορών, να ασχολείται το συνεργείο με δουλειά καλλιτεχνικών ή εμπορικών αξιώσεων. Πρέπει όμως ο διαχωρισμός από την αρχειακή λειτουρ­γία να είναι σαφής.

Η αποτύπωση των εικονογραφικών δεδομένων στο φιλμ ή στο χαρτί για αρχειακό-μελετητικό σκοπό έχει δύο βασικές παραμέτρους: πληρότητα και πιστότητα. Η πληρότητα εξασφαλίζεται παίρνοντας όσο το δυνατόν περισσό­τερες χορευτικές σκηνές, με διαφορετικούς πρωταγωνιστές, μαζί με το περιβάλλον κοινό, σε ποικίλες περιστάσεις. Η πιστότητα εξασφαλίζεται με την κατάλληλη τεχνική, που βέβαια κατέχουν οι επαγγελματίες κινηματογρα­φιστές, φωτογράφοι και σχεδιαστές. Η πληρότητα και η πιστότητα που επιδιώκονται απαιτούν την ελαχιστοποίηση του προσωπικού στοιχείου, άρα την υποταγή της τεχνικής πρώτα στην μεθοδολογία και μετά στην αισθητική.

Παρακάτω αναφερόμαστε κυρίως στην κινηματογράφηση, που τείνει να καθιερωθεί σαν μέθοδος, ιδιαίτερα μετά την διάδοση του βίντεο. Η φωτογρα­φία και το σκίτσο είναι όχι μόνο φθηνότερα αλλά και πιο εύχρηστα μέσα, γι' αυτό και πρέπει να χρησιμοποιούνται συμπληρωματικά. Το σκίτσο, για παράδειγμα, είναι ιδανικό για την αποτύπωση των χορευτικών σχηματισμών, δηλαδή της κίνησης μιας ομάδας χορευτών σε οριζόντιο επίπεδο. Η φωτογραφία προσφέρεται για την λεπτομερή ανάλυση των πιο πολύπλοκων, των πιο χαρακτηριστικών, ή των στατικών πλάνων. Αντίστοιχα παραδείγματα είναι μια σκηνή με πάρα πολλά άτομα, η θέση των ποδιών σε ένα πήδημα στον αέρα, ή η στάση ενός χορευτή μόλις πριν αρχίσει να χορεύει.

Μόνιμος κίνδυνος (πραγματικός εφιάλτης σε κάθε φάση της εθνογρα­φικής έρευνας) είναι η παραμόρφωση του αντικειμένου από την παρουσία του ερευνητή. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, η αλλαγή στο ύφος του χορού επειδή ακριβώς οι χορευτές ξέρουν ότι κινηματογραφούνται. Αυτό είναι ένα γεγονός αναπόφευκτο του οποίου προσπαθεί κανείς απλώς να μειώσει τις συνέπειες. Κατ' αρχή, είναι απαραίτητο να εξασφαλιστεί η ειλικρινής έγκριση των χορευτών πριν από κάθε αποτύπωση. Η αποδοχή του ερευνητή και η συγκατάνευση για την παρουσία του και την επέμβασή του δεν είναι μόνο θέμα μεθοδολογίας αλλά και κανόνας καλής συμπεριφοράς.

Έπειτα, καλό είναι να προτιμώνται οι μακρινές λήψεις όπου είναι λιγότερο θεατός ο κινηματογραφιστής ή ο φωτογράφος. Οι μακρινές λήψεις, χωρίς να αλλοιώνουν πολύ την ποιότητα της εικόνας, επιτρέπουν την μελέτη της συμπεριφοράς ενός μεγάλου αριθμού ατόμων σε μια χορευτική σκηνή. Το ίδιο και οι λήψεις με ευρυγώνιο φακό. Επειδή οι ελληνικοί χοροί είναι κατά κανόνα κυκλικοί δημιουργούν ιδιαίτερα προβλήματα. Όταν ο κύκλος είναι μικρός ο οπερατέρ βρίσκεται πολύ κοντά στον χορευτή, τότε πρέπει να βγει έξω και να πάρει μια συμπληρωματική λήψη στα νώτα των χορευτών. Μπορεί επίσης σε περίπτωση χορού στην πλατεία να παίρνει από ένα μπαλκόνι.

Άλλος τρόπος για να μειώνεται ο επηρεασμός των χορευτών είναι να κυκλοφορεί ο κινηματογραφιστής ανάμεσά τους αρκετό χρονικό διάστημα πριν από την χορευτική σκηνή. Επί ώρες ή μέρες πριν, μπορεί να τραβάει - ή να προσποιείται πως τραβάει - μικρές σκηνές ώστε να εξοικειώνονται οι γύρω του με την ιδέα. Ο ίδιος άλλωστε ο κινηματογραφιστής, ή το συνεργείο, θα πρέπει με την συμπεριφορά του να απλοποιήσει και να απομυθοποιήσει την εντύπωση που δημιουργεί η παρουσία της κάμερας. Η χρήση πρόσθετου φωτισμού είναι πάντα υποβλητική γι' αυτό πρέπει να αποφεύγεται, έστω και σε βάρος της καθαρότητας, με την χρήση ευαίσθητου φιλμ.

Η κινηματογράφηση φυσικών σκηνών χορού ενδείκνυται για την αποτύπωση του συνολικού φαινομένου και των ομαδικών κινήσεων. Αντίστοι­χα, για την μελέτη των ατομικών χορευτικών κινήσεων, καταλληλότερη είναι η κινηματογράφηση του χορού όταν εκτελείται ειδικά για τον σκοπό αυτό. Δεν είναι δύσκολο να καλέσει κανείς χορευτές και οργανοπαίχτες σε μιαν αυλή όπου η λήψη μπορεί να γίνει προσεκτικά, με ανετότερες συνθήκες φωτισμού, ηχογράφησης κλπ. Η επιλογή των χορευτών είναι πιο εύκολη, κατά κανόνα όλο το χωριό συμφωνεί για το ποιοι είναι οι καλύτεροι, που μάλιστα προέρχονται συνήθως από σόι χορευταράδων. Αν η μουσική είναι καλή και η παρέα ευχάριστη θα έρθουν στο κέφι και θα χορέψουν αβίαστα μέχρι το ξεφάντωμα.

Δεν αναφερόμαστε στις τεχνικές λήψεως γιατί αυτές δεν αφορούν μόνο την κινηματογράφηση του χορού αλλά κάθε θέματος. Μπορεί κανείς να τις βρει ρωτώντας τους επαγγελματίες, διαβάζοντας σχετικά εγχειρίδια, ή απλούστατα δοκιμάζοντας και κάνοντας λάθη. Ειδικά λοιπόν για μια μελετητι­κή ταινία παραδοσιακού χορού, ο λήπτης - ερασιτέχνης ή επαγγελματίας -πρέπει να προσέξει ορισμένα σημεία ώστε να έχει η ταινία του την μεγαλύτερη δυνατή χρησιμότητα αργότερα:

α) Να μην παρασύρεται από προσωπικές προτιμήσεις, από διάθεση να εντυπωσιάσει ή να ευχαριστήσει τον θεατή, ή από συναισθήματα της στιγμής σε βάρος της ακρίβειας της καταγραφής.

β) Να ενσωματώνεται στον κοινωνικό χώρο και να έχει φροντίσει να εξοικειώσει τους άλλους με την παρουσία του όσο γίνεται περισσότερο πριν τους κινηματογραφήσει. Στην ιδανική περίπτωση θα πρέπει εκείνοι να συμπεριφέρονται σαν να μην υπάρχει.

γ) Να μην απομονώνει ένα μέρος του σώματος του χορευτή, όπως γίνεται συνήθως με τα πόδια. Η κάθε κίνηση περνάει από ολόκληρο το σώμα με έναν ορισμένο τρόπο ο οποίος πρέπει να φαίνεται.

δ) Να φροντίζει να παίρνει συγχρόνως δύο τουλάχιστον χορευτές στο ίδιο πλάνο, ώστε να φαίνονται τα κοινά σημεία και οι διαφορές μεταξύ τους.

ε) Να στέκεται κατά προτίμηση πάνω στους κύριους άξονες του σώματος, δηλαδή ή ακριβώς μπροστά στον χορευτή ή ακριβώς πλάγια, ή πίσω. Γενικά να αποφεύγει τις λήψεις υπό γωνία, πλονζέ κλπ. γιατί δίνουν λιγότερο σαφή οπτική εντύπωση.

στ) Αν θέλει να προσεχτεί ιδιαίτερα μια λεπτομέρεια, να ανεβάζει τα καρρέ (να αυξάνει δηλαδή την ταχύτητα λήψεως), ή να την ξαναπαίρνει με διάφορους χορευτές ή σε διαφορετικές περιστάσεις.

ζ) Να είναι προετοιμασμένος για δυσμενείς συνθήκες φωτισμού στις λήψεις εκ του φυσικού. Γενικά, να έχει ευαίσθητο φιλμ, να έχει εντοπίσει τις πηγές φωτισμού ώστε να στρέφει ανάλογα την κάμερα, να δημιουργεί αντίθεση ανάμεσα στα ρούχα των χορευτών και στο φόντο, όταν μπορεί.

γ) Σημειογραφία του χορού

Στην δυτική μουσική υπάρχει ένα σύστημα γραφής που ικανοποίησε απόλυτα τις ανάγκες συνθετών και εκτελεστών, ώστε να καθιερωθεί από αιώνες και να αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της μουσικής εκπαίδευσης σε όλες τις χώρες του κόσμου. Βέβαια πολλά είδη παραδοσιακής ή μοντέρνας μουσικής δεν καλύπτονται απόλυτα από το πεντάγραμμο, η εξέλιξη όμως της μουσικής θα ήταν πολύ περιορισμένη χωρίς ένα τέτοιο εύχρηστο, περιεκτικό και κοινά αποδεκτό σύστημα γραφής. Χωρίς το πεντάγραμμο, τα θαυμάσια έργα της κλασικής μουσικής που απολαμβάνουμε σήμερα θα ήταν σίγουρα πάρα πολύ φτωχά.

Ο χορός δεν είχε την τύχη να διαθέτει ένα ανάλογο σύστημα γραφής. Έτσι τα περισσότερα χορογραφικά έργα χάθηκαν για πάντα, η δε εκπαίδευση των χορευτών βασίζεται μέχρι σήμερα στην μίμηση και την απομνημόνευση της σειράς των κινήσεων, και όχι στην ανάγνωση και την γραφή τους. Ο κάθε χορογράφος χρησιμοποιεί ένα δικό του μνημοτεχνικό στενογραφικό σύστη­μα για να σημειώνει τις δημιουργίες του, το οποίο περιορίζει τις δυνατότητες και φυσικά είναι άχρηστο για οποιονδήποτε άλλον. Από τον 15ο αιώνα και ύστερα, πολλά συστήματα γραφής έχουν προταθεί κανένα όμως δεν μπόρεσε να επιβληθεί. Σ' αυτό συνέβαλε το γεγονός ότι η χορευτική εκπαίδευση ήταν πολύ περιορισμένη, σε σύγκριση με την εκπαίδευση και την αναγνώριση που απελάμβανε η μουσική.

Ένα πλήρες σύστημα γραφής των κινήσεων πρέπει να μπορεί να αναπαριστάνει με σύμβολα τις κινήσεις όλων των μελών του σώματος (αρχική θέση, τροχιά, τελική θέση) μέσα στον χώρο. Συγχρόνως όμως πρέπει να περιγράφει τις εκτελούμενες κινήσεις σε συνδυασμό με τον χρόνο (λόγος, ήχοι, μουσική), με την ροή ενέργειας (έμφαση, προσπάθεια, ύφος), με τις κινήσεις των άλλων χορευτών, και ενδεχομένως σε συνδυασμό με την χρήση άψυχων σωμάτων από τον χορευτή (φορεσιά, αντικείμενα, επιφάνειες). Ένα τέτοιο σύστημα πρέπει να είναι ανατομικά αναλυτικό και όχι στενογραφικό, να βασίζεται δε σε αφηρημένα σύμβολα και όχι σε συμβατικές παραδοχές. Μέχρι τον 20ο αιώνα τα συστήματα που είχαν χρησιμοποιηθεί ήταν σχεδια­σμένα για έναν ορισμένο τύπο χορού, γι’ αυτό ήταν ακατάλληλα για να περιγράψουν χορούς μιας άλλης εποχής ή άλλης χώρας.

Μόλις τις τελευταίες δεκαετίες αναγνωρίστηκε η ανάγκη για ένα πλήρες, αντικειμενικό και παγκόσμιο σύστημα γραφής των κινήσεων. Ένα τέτοιο σύστημα μπορεί να χρησιμοποιηθεί όχι μόνο για τους χορούς κάθε κοινωνίας, αλλά και για τον αθλητισμό, το θέατρο, την μελέτη συμπεριφοράς, την κινησιοθεραπεία, την μελέτη εργασίας κλπ. Σαν τέτοιο αναγνωρίστηκε το σύστημα Laban, που δημοσιεύτηκε το 1928 και σήμερα χρησιμοποιείται ολοένα και περισσότερο στην Ευρώπη και την Αμερική. Το σύστημα Benesh είναι πιο απλό αλλά λιγότερο πλήρες και χρησιμοποιείται κυρίως για σημειώσεις μπαλέτου. Οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης έχουν διάφορα συστήματα, άλλα για το μπαλέτο κι άλλα για τον φολκλορικό χορό. Τα διάφορα βιβλία που εκδίδονται με λαϊκούς χορούς χρησιμοποιούν το καθένα δικό του συμβολικό κώδικα της επινόησης του συγγραφέα.

Τα τελευταία χρόνια γίνονται πειραματικές προσπάθειες στον τομέα της αναγνώρισης και ανάλυσης κινήσεων από ηλεκτρονικό υπολογιστή. Η αναγνώριση σχηματισμών (pattern recognition) έχει προχωρήσει πολύ γιατί έχει άμεσες στρατιωτικές και εμπορικές εφαρμογές. Η αναγνώριση όμως κινή­σεων, και μάλιστα του ανθρώπινου σώματος, παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκο­λίες που θα αργήσουν να υπερπηδηθούν. Είναι πάντως ζήτημα μερικών ετών μέχρι να φτάσουμε να τροφοδοτούμε το μηχάνημα με την ταινία του χορού κι εκείνο αφού την διαβάσει να μας δίνει σε χαρτί το κινησιογράφημα σε σύστημα Laban ή σε άλλο. Το ερώτημα όμως παραμένει πώς θα προλάβουμε να σώσουμε τους χορούς που θα χαθούν μέχρι τότε, και πώς να τους καταγράψουμε ώστε να διαβάζονται πληρέστερα αργότερα.

Δεν θα ήταν σκόπιμο να δοθούν εδώ περισσότερα στοιχεία, μια και η κατεύθυνση που θα πάρει ο ερευνητής στο θέμα της κινησιογραφίας του χορού εξαρτάται από το σύστημα που θα διαλέξει. Ας μην νομιστεί ότι η ευρεία διάδοση του βίντεο καλύπτει την ανάγκη γραφής του χορού. Οι δίσκοι και οι μαγνητοταινίες δεν κατάργησαν το πεντάγραμμο. Η ανάγκη υπάρχει εξ ίσου, μόνο που οι χορευτές είναι κατά κανόνα λιγότερο εγκεφαλικοί τύποι από τους μουσικούς. Ξαναγυρνώντας στο θέμα της αποτύπωσης του παραδοσιακού χορού στην Ελλάδα, θα σημειώσουμε ότι δεν μπορεί να γίνει σημειογραφικά παρά μόνο από τους ελάχιστους που έχουν εκπαιδευτεί ειδικά γι αυτό στο εξωτερικό.

Αξιοποίηση

Άλλοι προτιμούν να ασχολούνται αποκλειστικά με την συλλογή του υλικού ώστε να εκμεταλλευτούν στο έπακρο τον πολύτιμο χρόνο της επιτόπιας έρευνας, αφήνοντας την ταξινόμηση για αργότερα. Άλλοι όμως, πιο συστηματικοί, έχουν από την αρχή καταστρώσει ένα πρόγραμμα δράσης και ταξινόμησης, οπότε προχωρούν την καταχώρηση των στοιχείων παράλλη­λα με την συλλογή τους. Ο δεύτερος τρόπος, αν και προδιαθέτει κάπως τον ερευνητή ως προς την αντιμετώπιση του θέματος, είναι προτιμότερος γιατί του δίνει συνεχή καθοδήγηση και τον βοηθά στην πληρέστερη κάλυψη.

Σε κάθε περίπτωση, είναι απαραίτητο να έχει στο μυαλό του ο ερευνητής ένα βασικό θεωρητικό σχήμα και ένα ταξινομικό σύστημα. Τις θεωρητικές βάσεις θα τις πάρει διαβάζοντας βασική βιβλιογραφία των Επιστημών του Ανθρώπου: Ιστορία, Κοινωνιολογία, Εθνολογία κλπ. Το ταξινομικό σύστημα θα το διαλέξει ο ίδιος ανάλογα με τον τρόπο που βλέπει την εργασία του. Μπορεί να χρησιμοποιήσει σαν κριτήριο ταξινόμησης το ποιος χορεύει (άντρες, γυναίκες, ηλικιωμένοι, παιδιά κλπ), ή πού χορεύει (γάμο, πανηγύρι, ταβέρνα κλπ.), ή τί χορεύει (όνομα χορού), ή όποιο άλλο διαφοροποιητικό στοιχείο βρίσκει καταλληλότερο.

Για την ταξινόμηση των τίτλων της βιβλιογραφίας, ή άλλων στοιχείων που είναι πολυάριθμα μεν αλλά με μικρό όγκο το καθένα, είναι απαραίτητες οι κάρτες. Για στοιχεία μεγαλύτερου όγκου, όπως κείμενα πολλών παραγρά­φων, φωτογραφίες, βιογραφικά κλπ., μπορούν να χρησιμοποιηθούν κλασέρ με κινητά φύλλα. Σε πιο εκτεταμένες έρευνες με μεγάλο αριθμό στοιχείων και πολλαπλά κριτήρια καταχώρησης το πρόβλημα λύνεται με την χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή. Το κάθε στοιχείο (κείμενο, ταινία, φωτογραφία, κλπ.) χαρακτηρίζεται από μια σειρά από λέξεις-κλειδιά που αντιστοιχούν στις κατηγορίες στις οποίες ανήκει. Δίνοντας στο μηχάνημα μια λέξη-κλειδί, αυτό θα ανασύρει από την μνήμη του όλα τα στοιχεία τα οποία έχουν χαρακτηρι­σθεί μ' αυτήν και επομένως ανήκουν στην ίδια κατηγορία.

Μετά την ταξινόμηση του υλικού αρχίζει η κυρίως μελετητική εργασία. Με διάφορες λογικές διεργασίες ο μελετητής επεξεργάζεται τα στοιχεία που διαθέτει για να τα εντάξει σε ένα συνεπές σχήμα. Με ανάλυση και σύνθεση, με σύγκριση διαχρονική ή συγχρονική, με υπόθεση και επαλήθευση, ακόμα και με απλή παράθεση του υλικού καμιά φορά, η έρευνα φτάνει στον σκοπό της φωτίζοντας τα φαινόμενα.

Τέλος μένει η παρουσίαση των συμπερασμάτων στα οποία κατέληξε η έρευνα. Για τον χορό σε ένα μόνο χωριό μπορεί να γραφεί ένα άρθρο ή ένα ολόκληρο βιβλίο, μαζί με τα κινησιογραφήματα των χορών ή χωρίς. Η χορευτική μουσική μπορεί να εκδοθεί σε δίσκους ή κασέτες. Από το κινηματογραφικό υλικό, αν υπάρχει, είναι δυνατόν να βγει μια εκπαιδευτική ταινία ή βιντεοκασέτα, ή ακόμα και μια ταινία για προβολή στο ευρύ κοινό. Όταν πια θα έχουν εκδοθεί μελέτες για έναν μεγάλο αριθμό ελληνικών χωριών, τότε θα αποκτήσουμε για πρώτη φορά μια εικόνα για το τι είναι πραγματικά ο ελληνικός χορός.