Χορευτικά συγκροτήματα

Το πρώτο συγκρότημα ελληνικών χορών, έγινε στις αρχές του αιώνα από το Λύκειο Ελληνίδων, πιθανόν όμως να υπήρχαν παλιότερα συγκροτήματα στις ελληνικές πόλεις της Μικρός Ασίας και της Αιγύπτου. Σήμερα το Λύκειο έχει παραρτήματα σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας και σε πολλές πόλεις του εξωτερικού, διαθέτει δε τις μεγαλύτερες συλλογές φορεσιών, μια και πρόλαβε να τις συγκεντρώσει πριν γίνουν τόσο δυσεύρετες. Το πιο γνωστό συγκρότημα είναι της Δώρας Στράτου, που συνέδεσε το όνομά της με τον ελληνικό χορό δίνοντας καθημερινές παραστάσεις επί δεκαετίες στο Θέατρο Φιλοπάππου στην Αθήνα. Ανάλογο συγκρότημα είναι της Νέλλης Δημόγλου, που παρουσιάζεται κάθε καλοκαίρι από το 1970 στο Θέατρο της Παλιάς Πόλης στην Ρόδο.

Αν υπολογίσει κανείς τα συγκροτήματα που συντηρούν οι σύλλογοι του εξωτερικού, ο συνολικός αριθμός των ερασιτεχνικών ελληνικών συγκροτημά­των πρέπει να ξεπερνάει τα χίλια. Με αριθμό μελών πάνω από 50 για το κάθε συγκρότημα, βγαίνει πως ο συνολικός αριθμός χορευτών είναι μερικές δεκάδες χιλιάδες. Οι χορευτές αυτοί πηγαίνουν τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα στην λέσχη τους και μαθαίνουν τους χορούς από κάποιον δάσκαλο, συνήθως παλιότερο χορευτή ή γυμναστή. Δίνουν παραστάσεις μερικές φορές τον χρόνο σε γιορτές και σε χορευτικά φεστιβάλ.

Πολλοί από αυτούς θα ήθελαν να μάθουν περισσότερους χορούς και να τους μάθουν καλύτερα, ο μόνος όμως τρόπος είναι να αλλάξουν δάσκαλο ή να γυρίζουν επί χρόνια την Ελλάδα ψάχνοντας τα πανηγύρια. Άλλοι θα ήθελαν να εμβαθύνουν στον ελληνικό χορό, αλλά η βιβλιογραφία και η δισκογραφία είναι μικρές και δυσεύρετες. Μη βρίσκοντας διέξοδο, οι χορευτές κάποτε απογοητεύονται και εγκαταλείπουν, οι δε δάσκαλοι παρου­σιάζουν παραστάσεις πάντα το ίδιο φτωχές και μονότονες.

Υπάρχουν βέβαια πολλές κατευθύνσεις που θα μπορούσε να πάρει ο ελληνικός χορός για να εξελιχθεί. Θα μπορούσε να ιδρυθεί μια ανώτερη σχολή, όπου μαζί με την σωστή εκμάθηση των χορών να διδάσκονται μαθήματα κοινωνιολογίας, εθνογραφίας, μουσικής, χορογραφίας, σκηνογρα­φίας, ενδυματολογίας, ιστορίας του χορού κλπ. Θα μπορούσε - με παράλληλη εθνογραφική έρευνα - να γίνει εμπλουτισμός των παραστάσεων με γνήσια στοιχεία και έθιμα (π.χ. αναγγελία του προγράμματος από ντελάλη, διηγήσεις στο τοπικό ιδίωμα, σκηνές από την καθημερινή ζωή στο χωριό, επίδειξη χειροτεχνίας, ετοιμασία τοπικών φαγητών κλπ.).

Θα μπορούσε ακόμα να ανοιχτεί ένας άλλος δρόμος με το στυλιζάρισμα των παραδοσιακών χορών, όπως έγινε στην Ισπανία με το φλαμένκο. Οι Ρώσοι δημιούργησαν σχολή με την φαντασμαγορική σκηνική παρουσίαση των χορών τους από επαγγελματίες χορευτές εκπαιδευμένους σε σχολές μπαλέ­του. Ευτυχώς, κάτι τέτοιο δεν έγινε αποδεκτό στην Ελλάδα, παρ' όλη την πληθώρα συγκροτημάτων από ανατολικές χώρες που μας επισκέπτονται κάθε χρόνο. Είναι όμως μια κατεύθυνση που δεν έχει εξερευνηθεί αρκετά, ίσως γιατί θέλει πολλή πρωτότυπη δουλειά και όχι αντιγραφή των ξένων ευρη­μάτων.

Η πρώτη πάντως ανάγκη είναι να χορεύονται σωστά οι χοροί και να σταματήσει η προχειρότητα, που μάλιστα κορυφώνεται στις εκπομπές της τηλεόρασης. Πρέπει κάποτε να γίνει αντιληπτό πως δεν νοείται σωστή χορευτική παράσταση χωρίς σωστή εθνογραφική έρευνα. Πρέπει να καταλά­βουν οι υπεύθυνοι των συγκροτημάτων πως ο παραδοσιακός χορός δεν διδάσκεται από χοροδιδασκάλους, όσο καλοί και αν είναι αυτοί. Μεταδίδεται μέσα σε ένα σύνολο από βιώματα, που μόνο στον ιδιαίτερο χώρο που γέννησε αυτόν τον χορό μπορούν να βρεθούν. Ο δάσκαλος μπορεί μόνο να καθοδηγήσει την προσέγγιση αυτή, όχι να την υποκαταστήσει.

Το πρόγραμμα που παρουσιάζει το κάθε συγκρότημα διαρκεί μισή ώρα περίπου. Εξαίρεση αποτελούν τα δύο ημιεπαγγελματικά συγκροτήματα, Δώρας Στράτου και Νέλλης Δημόγλου, που χορεύουν μιάμιση ώρα. Έχει επικρατήσει η τάση να παρουσιάζονται χοροί από διάφορες περιοχές στο ίδιο πρόγραμμα, με αντίστοιχη αλλαγή της φορεσιάς. Αυτό δίνει βέβαια μια ποικιλία και ικανοποιεί τους θεατές, ιδίως τους ξένους, αναγκάζει όμως το συγκρότημα να λειτουργεί επιφανειακά και να μην εμβαθύνει σπουδάζοντας λίγες μόνο περιοχές. Υπάρχουν όμως και συγκροτήματα, ιδίως μικρά από χωριά, που περιορίζονται στους δικούς τους χορούς ή τουλάχιστον της ευρύτερης περιοχής.

Δύο είναι τα μόνιμα προβλήματα των συγκροτημάτων: οι φορεσιές και οι μουσικοί. Τα πολύ παλιά συγκροτήματα έχουν αυθεντικές φορεσιές με τις οποίες χορεύουν (σπάνια ευτυχώς, γιατί δεν επιτρέπεται να φθείρονται τέτοια κειμήλια) έχουν όμως κι αυτά ανάγκη - όπως και τα νέα συγκροτήματα - να ράψουν αντίγραφα. Εκεί χρειάζεται πολύς κόπος και χρήμα για να σχεδιαστούν οι φορεσιές, να πεισθούν οι λίγοι που ξέρουν να φτιάξουν τα διάφορα μέρη, να βρεθούν υφάσματα και υλικά όμοια με τα χειροποίητα, να μάθουν οι χορευτές να τα φορούν και να τα συντηρούν σωστά, και ένα σωρό άλλες λεπτομέρειες.

Ένα συγκρότημα δεν μπορεί να παρουσιάσει τους χορούς μιας περιοχής - ανεξάρτητα αν τους ξέρει - αν δεν έχει το αντίστοιχο σύνολο από φορεσιές. Έτσι, ο πλούτος της κάθε παράστασης καταλήγει να μετριέται με το πόσες φορεσιές δείχνει, σε αριθμό περιοχών και σε αριθμό κομματιών στην κάθε περιοχή. Προς αυτή την κατεύθυνση πιέζουν οι οργανωτές των εκδηλώσεων και των φεστιβάλ, ιδίως του εξωτερικού, σπρώχνοντας τα συγκροτήματα να ντύνονται με φορεσιές απαράδεκτα παράταιρες ή απελπι­στικά προχειροφτιαγμένες. Σε ό,τι αφορά την φορεσιά (όπως και τον χορό και την μουσική) το σωστό είναι να παρουσιάζεται όχι μια περιοχή, αλλά ένα συγκεκριμένο χωριό.

Το άλλο μεγάλο πρόβλημα, οικονομικό κυρίως, είναι των μουσικών. Λίγα συγκροτήματα είναι αρκετά τυχερά ώστε να έχουν δικούς τους οργανοπαί­χτες από το χωριό, που να τους παίζουν στις πρόβες και στις παραστάσεις. Τα περισσότερα προετοιμάζονται με μαγνητοφωνημένα κομμάτια και όταν πρόκειται να δώσουν μια παράσταση παίρνουν τους μουσικούς που θα βρουν για εκείνη τη μέρα μόνο. Έτσι, το κόστος της κάθε παράστασης είναι βασικά το κόστος της μουσικής, μια και οι μεν χορευτές δεν πληρώνονται οι δε φορεσιές ανήκουν στο σωματείο. Από την άλλη, οι μουσικοί που βρίσκονται περιστασιακά είναι πιθανόν να μην παίζουν καλά ή - το συνηθέστερο - να μην παίζουν «χορευτικά» δηλαδή με τον ιδιαίτερο τρόπο που χρειάζεται ο χορευτής.

Οι παραστάσεις δίνονται με διάφορες ευκαιρίες. Στις εθνικές γιορτές, στο κόψιμο της πίττας και στον αποκριάτικο χορό του συλλόγου, σε πολιτιστικές εκδηλώσεις του Δήμου, σε φεστιβάλ. Η επιβίωση ενός συγκρο­τήματος εξαρτάται κυρίως από την προσωπικότητα των υπευθύνων του και κατά δεύτερο λόγο από τον αριθμό παραστάσεων που δίνει. Η παράσταση τρέφει το συγκρότημα γιατί συνδέει τους χορευτές μεταξύ τους και τους δίνει κίνητρο για βελτίωση. Υπάρχει μεγάλη ζήτηση για ελληνικά συγκροτή­ματα στα φεστιβάλ του εξωτερικού, αλλά δυστυχώς είναι σχετικά λίγα αυτά που πηγαίνουν, έτσι χάνεται μια ευκαιρία να ταξιδέψουν τα παιδιά και συγχρόνως να προβληθεί η Ελλάδα. Οι λόγοι είναι οικονομικοί και οργανωτι­κοί: οι μουσικοί στοιχίζουν πολλά (ενώ στα ξένα συγκροτήματα είναι συνήθως ερασιτέχνες), η διοίκηση του σωματείου δεν εγκρίνει το κονδύλι για την μεταφορά (τα έξοδα επι τόπου πληρώνονται από τους διοργανωτές), δεν υπάρχει κάποιος που να αναλάβει τις απαραίτητες επαφές (κάποιος που να ξέρει μια-δυο γλώσσες και αλληλογραφία).

Γενικά στον χώρο του φολκλορικού χορού επικρατεί το σύστημα των αμοιβαίων προσκλήσεων, γι' αυτό το κάθε συγκρότημα πρέπει να δημιουργεί σχέσεις με άλλα, που θα το καλέσουν και θα τα καλέσει με την σειρά του, που θα το πληροφορήσουν για τις εκδηλώσεις που προγραμματίζονται στην περιοχή τους, και που θα του διδάξουν ενδεχομένως τους χορούς τους. Στο θέμα αυτό θα βοηθούσε η ίδρυση μιας ομοσπονδίας των χορευτικών σωματείων ή τουλάχιστον ενός γραφείου πληροφοριών για την σύνδεση των ελληνικών σωματείων μεταξύ τους καθώς και με τα αντίστοιχα ξένα. Ήδη, μερικά ελληνικά σωματεία έχουν γραφτεί μέλη της Διεθνούς Οργανώσεως Λαϊκής Τέχνης που εδρεύει στην Βιέννη.

Ο κατάλογος που ακολουθεί δημοσιεύεται με την ευχή να βοηθήσει στην αλληλογνωριμία των ελληνικών συγκροτημάτων και - όταν εκδοθεί η αγγλική μετάφραση του βιβλίου - να δώσει στα ξένα συγκροτήματα την δυνατότητα να γνωρίσουν τα ελληνικά. Περιέχει τα περισσότερα χορευτικά συγκροτήματα της Ελλάδας, με την επωνυμία και την διεύθυνση του σωματείου ή του φορέα όπου ανήκουν. Δεν έχει τα επαγγελματικά συγκροτή­ματα που χορεύουν στις τουριστικές ταβέρνες, τα περισσότερα από τα συγκροτήματα των ελληνικών παροικιών του εξωτερικού, τα ξένα φολκλορι­κά συγκροτήματα που ειδικεύονται στους ελληνικούς χορούς, και φυσικά όσα συγκροτήματα δεν κατορθώσαμε να εντοπίσουμε.