Μελέτη - Για μια Εθνογραφία του Χορού

Στην χώρα μας η μελέτη της παραδοσιακής ζωής είναι υπόθεση της Λαογραφίας, μιας υποτίθεται επιστήμης, αφού έχει και έδρα στα Πανεπιστή­μια. Βέβαια η κατάληξη -γραφία υποδηλώνει καταγραφική περιγραφική δουλειά, πράγμα που δεν φτάνει για να αποτελέσει επιστήμη. Έξω λένε Εθνολογία οι ευρωπαίοι και Πολιτιστική Ανθρωπολογία οι αγγλοσάξωνες. Εμείς στην Ελλάδα επιμένουμε να λέμε Λαογραφία, και πολύ σωστά γιατί ο όρος εκφράζει αυτό που πράγματι κάνουμε: Αντιμετωπίζουμε το θέμα μόνο περιγραφικά, όχι αναλυτικά, συνθετικά, κριτικά, συγκριτικά ή άλλο.

Το πρώτο συνθετικό είναι «λαός» (folk, Volk), μία έννοια που πριν έναν αιώνα ήταν πολύ της μόδας και που χρησιμοποιείται συχνά μέχρι σήμερα, όχι όμως επιστημονικά. Για παράδειγμα, «λαϊκός τραγουδιστής» είναι αυτός που τραγουδάει δημόσια χωρίς ούτε να έχει περάσει από ωδείο ούτε όμως και να έχει καθήσει με παραδοσιακό δάσκαλο, δηλαδή αυτός που δεν έμαθε να τραγουδάει. «Λαοπρόβλητος» αυτοαποκαλείται ο ηγέτης εκείνος που δεν βασίζει την εκλογή του σε μία δημοκρατική διαδικασία, ίσως είναι και λαοπλάνος. «Λαϊκός τύπος» είναι αυτός που είναι φτωχός και ακαλλιέργητος, και δεν προσπαθεί να το κρύψει. Τότε ο «λαός» θα πρέπει να είναι μια άμορφη μάζα ταλαίπωρων ανθρώπων που οι άλλοι θέλουν να τους εκμεταλλευτούν.

Ιστορικά, μπορεί κανείς να μιλήσει για τάξεις (π.χ. πάλη των τάξεων) ανάλογα με την θέση τους στην παραγωγική διαδικασία. Κοινωνιολογικά μπορεί να χωρίσει τον πληθυσμό σε ομάδες, κατηγορίες ή στρώματα, χρησιμοποιώντας κριτήρια όπως η ηλικία, το εισόδημα, ο τόπος εγκατάστα­σης κλπ. Πολιτιστικά, μπορεί να μιλήσει για λόγια παιδεία (κουλτούρα) και παραδοσιακή. Κανείς όμως δεν μπορεί να ορίσει τι είναι λαϊκό και τι μη λαϊκό, είναι απλώς μία έκφραση ευκολίας (π.χ. Λαέ της Αθήνας!) που δεν λέει τίποτα. Σημειωτέον ότι ο λαός δεν αναφέρεται στον εαυτό του σαν λαό, η έννοια «λαός» δεν είναι λαϊκή.

Είναι χαρακτηριστικό το ότι τα επίθετα που χρησιμοποιούνται σε κάθε αναφορά στον κόσμο του χωριού είναι «απλός», «αγνός», «φυσικός» και τέτοια. Το κλισέ «οι απλοί άνθρωποι της υπαίθρου» υπονοεί ότι εμείς οι άλλοι είμαστε σύνθετοι (για να μην πούμε «εξελιγμένοι», «πολιτισμένοι», ή «ανώτεροι», που είναι αντιδραστικά). Τουλάχιστον οι λαογράφοι θα έπρεπε να ξέρουν ότι αυτά που περιγράφουν δεν είναι καθόλου απλά, φαίνονται μόνον απλά σε όσους προέρχονται από άλλο περιβάλλον και δεν έχουν τον κώδικα για να τα αποκρυπτογραφήσουν.

Είναι γεγονός βέβαια ότι η λέξη «λαός» βολεύει σαν σχήμα λόγου γιατί δεν είναι εύκολο να λέει κανείς «οι ασθενέστερες οικονομικά τάξεις» ή άλλες παρόμοιες εκφράσεις. Όταν όμως χρησιμοποιείται συστηματικά σαν συγκε­κριμένο αντικείμενο ενός ολόκληρου κλάδου τότε εγείρει υποψίες. Γιατί η ενασχόληση με ένα αντικείμενο που ηθελημένα αφήνεται ασαφές δεν μπορεί παρά να κρύβει κάτι. Αυτό το κάτι είναι η πεποίθηση του λαογράφου ότι η παιδεία του χωριού είναι κατώτερη από την παιδεία της πόλης. Στο βάθος ο λαογράφος, όπως ο κάθε Έλληνας μικροαστός, ντρέπεται για την χωριάτικη καταγωγή του και την χωριατιά της Ελλάδας.

Η Λαογραφία δεν το λέει, αλλά προσπαθεί να αποδείξει ότι «στο κάτω κάτω δεν είναι τόσο απολίτιστοι αυτοί οι άνθρωποι του λαού». Για τους λαογράφους (όπως και για τους περισσότερους Έλληνες και το επίσημο Κράτος), όταν μιλάμε για πολιτισμό εννοούμε ή τον μεγάλο των αρχαίων ημών προγόνων ή τον μοντέρνο των δυτικών ημών γειτόνων.

Τον διαχωρισμό των λαών σε πολιτισμένους και απολίτιστους, που στήριξε ιδεολογικά την αποικιοκρατία, τον χρησιμοποιούμε για να μειώσουμε τον ίδιο τον εαυτό μας. Δεν είναι τυχαίο ότι τόσα σωματεία με πολιτιστικό αντικείμενο τιτλοφορούνται «εκπολιτιστικά», αυτό προδίδει ότι θεωρούν τον λαό απολίτιστο και προσπαθούν να τον εκπολιτίσουν δηλαδή να τον μπολιάσουν με την λόγια παιδεία που είναι ανώτερη. Δεν είναι τυχαίο ότι λέγοντας «σοβαρή μουσική» εννοούμε την λόγια μουσική της Δύσης, όχι την κλασική μουσική της Ανατολής, ούτε την βυζαντινή υμνωδία, ούτε την παραδοσιακή μουσική, αυτές δεν είναι «σοβαρές».

Φυσικά, κανείς από τους λαογράφους δεν υποπτεύτηκε ότι η παραδο­σιακή κοινωνία δεν είναι ούτε κατώτερη ούτε ανώτερη, γιατί απλούστατα δεν υπάρχουν ανώτερες και κατώτερες κοινωνίες ή πολιτισμοί. Το γεγονός ότι η βιομηχανική κοινωνία έφερε ασύγκριτη υλική ευημερία, ανέβασε τον μέσο όρο ζωής κλπ., κλπ., δεν αποδεικνύει καθόλου ότι είναι «καλύτερη», απλώς ότι είναι διαφορετική. Όπως το γεγονός ότι οι πυραμίδες της Αιγύπτου είναι μεγαλύτερες από τον Παρθενώνα δεν αποδεικνύει ότι οι αρχαίοι Αιγύπτιοι είχαν μεγαλύτερο πολιτισμό από τους αρχαίους Έλληνες. Δεν υπάρχει καμιά μεζούρα που να μετράει τους πολιτισμούς. Η κάθε κοινωνία μόνο με τα δικά της κριτήρια μπορεί να αξιολογηθεί, ιδωμένη με τα μάτια μιας άλλης κοινωνίας είναι φυσικό να μειονεκτεί.

Μην αναγνωρίζοντας την παραδοσιακή παιδεία σαν ισότιμη, δεν ενδιαφέρθηκαν οι λαογράφοι να μελετήσουν τους νόμους που την διέπουν. Δεν φαντάστηκαν ότι τα φαινόμενα που παρουσιάζονται μπροστά τους είναι συνδεδεμένα το ένα με το άλλο με ορισμένες σχέσεις, και ότι όλα υπακούουν σε μια λογική. Έτσι, περιέγραψαν τον κόσμο του χωριού επιφανειακά, «φολκλορικά», όπως περιγράφει κανείς τα χαριτωμένα παιχνίδια μιας ομάδας μικρών παιδιών. Λείπει λοιπόν κατ' αρχήν ο σεβασμός προς το αντικείμενο της μελέτης, καθώς και η διάθεση να το μελετήσουν βαθύτερα για να ανακαλύψουν τις δομές του.

Αντί να προχωρήσει σε βάθος η έρευνα, προχώρησε σε «ύψος». Από τον Νικόλαο Πολίτη και μετά, η ελληνική Λαογραφία γονατίζει από το βάρος του φιλολογισμού. Εκατοντάδες βιβλία με «συλλογές ασμάτων του ελληνικού λαού» γεμίζουν τις βιβλιοθήκες, όπου τα τραγούδια καταγράφονται το ένα πίσω από το άλλο, λες και είναι ποιήματα για απαγγελία: μεταγλωττισμένα, χτενισμένα, λογοκριμένα, ξεγυμνωμένα από κάθε τι που να θυμίζει την προέλευσή τους. Ο λαογράφος παρουσιάζει το υλικό του αστραφτερό και ξεπλυμένο από την παραδοσιακή του διάσταση, σαν μαργαριτάρι που το βρήκε μέσα στην κοπριά.

Οι φιλόλογοι ξεψαχνίζουν τα έθιμα και το μυαλό τους είναι στον Όμηρο με σκοπό να αποδείξουν ότι τα ίδια έκαναν και επί των ημερών του, γιατί φυσικά ό,τι δεν αποδεικνύει την ευγενή καταγωγή μας δεν έχει αξία. Διυλίζουν την τοπική διάλεκτο και ό,τι μοιάζει νάχει αρχαία ρίζα τους γεμίζει ενθουσιασμό και υπερηφάνεια, ό,τι είναι τούρκικο, σλάβικο, αρβανίτικο το απορρίπτουν με βδελυγμία, αντί να σπάσουν το κεφαλάκι τους να βρουν γιατί μεταγλωττίστηκε αυτή η λέξη και όχι μια άλλη. Και το Κράτος τους ακολουθεί αλλάζοντας χιλιάδες ιστορικά τοπωνύμια επειδή χτυπάνε άσχημα στ' αυτιά του νομάρχη.

Σίγουρα έχουμε πίσω μας ολόκληρη ιστορία αντιδραστικής διακυβέρνη­σης, που ήταν επόμενο να εκφραστεί και πολιτιστικά (δηλαδή «εκπολιτιστι­κά» =εξευρωπαϊστικά). Σίγουρα δεν έχουμε αρκετούς ανθρώπους που να ενδιαφέρονται, ούτε κονδύλια για τις εκτεταμένες εθνολογικές μελέτες που επείγουν πριν από το τέλος του ισοπεδωτικού κατακλυσμού. Σίγουρα οι λίγοι ειδικοί και αρμόδιοι είναι απίθανο ότι θα βάλουν τις φωνές εκεί που βρίσκονται βολεμένοι. Σίγουρα οι λίγοι που ασχολούνται με καταγραφική δουλειά είναι κυρίως δάσκαλοι ή συνταξιούχοι που κανένας δεν βρέθηκε να καθοδηγήσει σωστά και να τους δώσει την ικανοποίηση ότι αυτό που κάνουν αξίζει τον κόπο.

Αλλά ας μην τα βάζουμε με τους λαογράφους που στο κάτω-κάτω μας έδωσαν με τεράστιο κόπο ο καθένας τα χιλιάδες βιβλία με πλούσιο υλικό που μένουν τώρα στα ράφια. Άλλωστε, τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια στροφή προς την συστηματική Εθνογραφία. Θα μπορούσε το Κράτος, που τώρα πια δεν θέλει να μας σβήσει πολιτιστικά για να ενταχθούμε ευκολότερα στην Δύση, να αναδείξει τα απομεινάρια της τοπικής παιδείας αντί να επιβάλει τον αθηναίικο πανελληνισμό. Δεν θα παθαίναμε τίποτα αν άφηναν καμιά εκφωνή­τρια με κρητική ή μακεδονική προφορά να πιάσει δουλειά στο ραδιόφωνο. Ή αν σταματούσαν να παρουσιάζουν τους αγρότες στην τηλεόραση σαν εξωκόσμια όντα βομβαρδιζόμενα από τις ανούσιες ερωτήσεις ενός δημοσιο­γράφου που καταφανώς βιάζεται να γυρίσει στο γραφείο του. Είναι ανίκανο άραγε ένα χωριό να φτιάξει μία εκπομπή δική του, (με την βοήθεια ίσως μερικών τεχνικών), παρουσιάζοντας τον κόσμο του με τον δικό του τρόπο, χωρίς μίμηση και χωρίς προσπάθεια να εντυπωσιάσει;

Γιατί κάποτε πρέπει να ξεφύγουμε από τις στερεότυπες προσεγγίσεις του χωριού, καθιερωμένες από έναν αιώνα αστυφιλίας (ή μάλλον αστυλατρείας). Προσεγγίσεις του τύπου «ήρθαμε να ακούσουμε τα προβλήματά σας», ή του τύπου «αχ, πόσο αγνοί και γραφικοί είσαστε εσείς εδώ». Πρέπει κάποτε να καταλάβουμε ότι τέτοιοι τρόποι αντιμετώπισης του χωριού κρύβουν υποκριτικά μία αρπακτική σκοπιμότητα, δικαιολογούν ιδεολογικά την οικονομική, πολιτική και πολιτιστική υποδούλωση του χωριού στην πόλη. Οι ευρωπαϊκές χώρες με ανάλογο τρόπο συγκάλυψαν την αποικιοκρατική εκμετάλλευση των χωρών του τρίτου κόσμου: Οι μαύροι και οι ινδιάνοι, οι τόσο αγνοί και απλοϊκοί, που ζούσαν στην αθλιότητα, έπρεπε κι αυτοί να εκπολιτιστούν.

Η εκμετάλλευση του προλεταριάτου από την αστική τάξη είναι γνωστή, αλλά κανείς δεν μιλάει για την πολιτιστική εκμετάλλευση του χωριού από την πόλη. Εκμετάλλευση που στις μέρες μας έχει πια ολοκληρωθεί, και ο μόνος τύπος χωριού που μπορούμε να φανταστούμε είναι ένα είδος μίνι-πόλης. Κι όμως, ο κόσμος του χωριού είναι ποιοτικά αλλιώτικος από τον κόσμο της πόλης, το διαφοροποιητικό στοιχείο δεν είναι το μέγεθος. Τέτοιο ακριβώς θα πρέπει να είναι το αντικείμενο της Λαογραφίας: να εισχωρήσει στον κόσμο του χωριού, να ψάξει μέσα στο παχύ στρώμα βιομηχανικής αστικής παιδείας που σκεπάζει τα πάντα, για να ανασύρει τα στοιχεία που μένουν από την παραδοσιακή κοινωνία.

Και μπαίνει τώρα το ερώτημα: Ποιοι είναι αρκετά ώριμοι για να μαθητεύσουν στον παραδοσιακό πολιτισμό; Ποιοί είναι αυτοί που έχουν ξεκαθαρίσει μέσα τους ότι η υλική και διανοητική υπεροπλία της βιομηχανι­κής κοινωνίας δεν της δίνει κανένα δικαίωμα να αυτοαποκαλείται ανώτερη και προοδευμένη; Ποιοί από μας μπορούν να δουν μία παραδοσιακή κοινωνία με τα δικά της μάτια, παραμερίζοντας — όσο αυτό είναι δυνατόν — τον σύγχρονο ορθολογισμό;

Η ελπίδα, μικρή κι αυτή, πιστεύω πως βρίσκεται διάσπαρτη μέσα στα άτομα, δεν εντοπίζεται σε έναν επιστημονικό κλάδο, μία ηλικία, έναν γεωγραφικό χώρο, και γενικά μία κατηγορία του πληθυσμού. Είναι θέμα ικανοποίησης μίας προσωπικής ανάγκης για αλλαγή. Μία αλλαγή πιο βαθιά από αυτήν που υπόσχονται οι πολιτικές αλλαγές, που αναγκαστικά μένουν μέσα στα όρια της ίδιας κοινωνίας. Το κάθε παράθυρο που ανοίγει κανείς προς μία άλλη κοινωνία, και μάλιστα προβιομηχανική, αφήνει μία γεύση ουτοπίας.

Η ελπίδα λοιπόν βρίσκεται στα σκόρπια άτομα που, έχοντας εντρυφήσει σε έναν ορισμένο γνωστικό χώρο της σύγχρονης κοινωνίας, έρχονται να μελετήσουν τον αντίστοιχο χώρο της παραδοσιακής κοινωνίας. Ο μηχανικός, ο γιατρός, ο καλλιτέχνης, ο σχεδιαστής, ο μάγειρας, που στρέφονται προς το χωριό με σεβασμό, αναζητώντας παράλληλη γνώση κι έτοιμοι να κοπιάσουν για να την αποκτήσουν.

Μέχρι τώρα ο τυπικός λαογράφος περιέγραφε όλα τα «ήθη και έθιμα» του χωριού του, και φυσικά δεν μπορούσε να εισχωρήσει βαθύτερα από μια πρόχειρη καταγραφή. Στο εξής όμως πρέπει να γίνει ένας τεμαχισμός του πεδίου ανάλογα με το γνωστικό αντικείμενο του μελετητή. Ο μηχανικός να μελετήσει τις παραδοσιακές τεχνικές, ο δικηγόρος το εθιμικό δίκαιο, ο γιατρός τα γιατροσόφια, ο μάγειρας τις παραδοσιακές συνταγές κ.ο.κ. Δεν υπάρχει περισσότερο ή λιγότερο «ευγενές» αντικείμενο, οι συνταγές μαγει­ρικής είναι μέρος της παιδείας ενός λαού εξ ίσου με τα τραγούδια, και μπορούν να δώσουν εξ ίσου σημαντικά συμπεράσματα για την κατανόηση μιας κοινωνίας.

Έτσι, η σύγχρονη επαγγελματική μόρφωση θα εμπλουτιστεί με την γνώση της αντίστοιχης λειτουργίας στην παραδοσιακή ζωή. Ο κάθε επαγγελ­ματίας δεν θα αισθάνεται σαν αποκύημα των καιρών αλλά θα ξέρει με ποιο τρόπο άλλοι πριν απ' αυτόν σε μια προηγούμενη κοινωνία έλυναν ανάλογα προβλήματα. Θα αποκτήσει έτσι μεγαλύτερη εκτίμηση για τη δουλειά που κάνει σήμερα, ξέροντας τις ρίζες της και βλέποντας την εξέλιξη μέχρι την σημερινή της μορφή. Θα αντιληφθεί επίσης ότι πολύ συχνά αρκούν οι παλαιές λύσεις για τα νέα προβλήματα.

Παράλληλα, η έρευνα θα γίνει πλατύτερη γιατί θα ασχοληθούν μ' αυτήν άτομα με διαφορετική επαγγελματική και επιστημονική προέλευση σε συνεργασία μεταξύ τους. Βασικές προϋποθέσεις είναι ότι θα φροντίσουν να ενημερωθούν πρώτα για τη σωστή μεθοδολογία της εθνογραφικής έρευνας, και ότι θα θελήσουν να διδαχθούν οι ίδιοι από την παραδοσιακή κοινωνία και όχι να την αξιολογήσουν, να την ωραιοποιήσουν ή να την λεηλατήσουν.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο προτείνουμε την μετονομασία της Λαογραφίας σε Εθνογραφία, για να υπογραμμιστεί το πέρασμα από την αρχαιολατρία, την πατριδομανία, την μελετοφοβία και τον φιλολογισμό στην αντικειμενική μεθοδική καταγραφή των στοιχείων της παραδοσιακής κοινω­νίας. Η δουλειά του εθνογράφου πλησιάζει πια προς την δουλειά του αρχαιολόγου: προσπαθεί να ανασυνθέσει έναν χαμένο πολιτισμό, μόνο που αντί να σκάβει το χώμα σκάβει την συλλογική μνήμη.

Ο εθνογράφος μπορεί να είναι ερασιτέχνης και μπορεί να προέρχεται από οποιονδήποτε χώρο. Χρειάζεται πρώτα απ' όλα να έχει μεράκι γι' αυτό που κάνει, κι ύστερα ευχέρεια στις προσωπικές επαφές, γνώση του χώρου που κινείται, και τύχη για να βρει καλούς πληροφοριοδότες. Σε δεύτερο στάδιο έρχεται ο εθνολόγος, που σαν ειδικευμένος επιστήμονας προσπαθεί από το πρωτογενές υλικό να βγάλει γενικότερα συμπεράσματα για την κοινωνία. Εθνογράφοι χρειάζονται πολλοί, ενώ οι εθνολόγοι είναι αναγκαστι­κά λίγοι.

Ερχόμαστε τώρα στο συγκεκριμένο μας αντικείμενο, τον χορό. Ποιος είναι καταλληλότερος να κάνει εθνογραφία του χορού από τον ίδιο τον χορευτή; Σε πρώτη φάση μαθαίνει να χορεύει, να χρησιμοποιεί το σώμα του. Μαθαίνει να ακούει την μουσική, να συντονίζεται με τους άλλους και να εκφράζει τον εαυτό του. Μπορεί να αρχίσει από μία σχολή κλασικού χορού ή από ένα φολκλορικό συγκρότημα, μετά όμως πρέπει να μαθητεύσει στον παραδοσιακό χορό αντιγράφοντάς τον όσο γίνεται πιο πιστά. Πρέπει να χορέψει αρκετά με παραδοσιακούς χορευτές μέχρι να μπει στο πετσί τους και ο χορός του να μην διαφέρει από τον δικό τους.

Παράλληλα, πρέπει να στηρίζει τον χορό που χορεύει μελετώντας το μη-κινησιακό περιεχόμενό του. Πού και πότε χορεύεται, από ποιους και σε τι περιβάλλον, πώς φτάνουν στον χορό και τι κάνουν μετά, τι επιτρέπεται και τι όχι και πώς το σχολιάζουν. Με άλλα λόγια, ό,τι είναι γύρω από τις συγκεκριμένες χορευτικές κινήσεις. Την μουσική, την φορεσιά, την νοοτρο­πία των ανθρώπων, τα έθιμα, την ιστορία του τόπου, το κλίμα, τις καλλιέρ­γειες, την προσωπική ιστορία των πρωτοχορευτών και χίλια δυο άλλα. Έτσι, οι χορευτικές κινήσεις και το χορευτικό δρώμενο γενικά, δένονται με την κοινωνική ομάδα του χωριού, παίρνουν την σωστή τους θέση και τις πραγματικές τους διαστάσεις.

Σε επόμενη φάση μπορεί να γίνει η καταγραφή και η μετάδοση. Η καταγραφή του κινησιακού περιεχομένου γίνεται με κινηματογράφηση, μαγνητοσκόπηση ή και σημειογραφία χορού. Το μη κινησιακό περιεχόμενο αποτυπώνεται σε κείμενο με τις συνεντεύξεις, με περιγραφές και ταξινόμηση των πληροφοριών που μαζεύτηκαν. Η μετάδοση της όλης εμπειρίας στους άλλους γίνεται στο εξής με διδασκαλία, με παραστάσεις, με ταινίες και βιβλία, ή πολύ απλά χορεύοντας και συζητώντας.