Χορευτικά κέντρα

Όποιος διασκεδάζει χορεύοντας λαϊκούς χορούς είναι πολύ τυχερός στην Ελλάδα, γιατί υπάρχουν οι χορευτικές ταβέρνες, ενώ στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες δεν βρίσκεται κάτι ανάλογο. Δηλαδή νυχτερινά κέντρα με ζωντανή μουσική απο μια ορισμένη περιοχή, όπου πηγαίνουν παρέες ή οικογένειες με κύριο σκοπό να χορέψουν τους χορούς του τόπου καταγωγής τους. Υπάρχουν βέβαια σε όλες τις χώρες κέντρα όπου οι θαμώνες χορεύουν μεν ντόπιους χορούς, αλλά χορούς που έχουν αστικοποιηθεί και γενικευτεί ενώ ξεκίνησαν σαν λαϊκοί, όπως το βαλς. Το αντίστοιχο σ' εμάς είναι τα ρεμπέτικα. Όμως πουθενά δεν υπάρχει η συνήθεια να διασκεδάζει ο κόσμος χορεύοντας χορούς του χωριού του σε κέντρα της πόλης, γιατί αυτοί οι χοροί έχουν πιά γίνει φολκλορικοί και αποτελούν αποκλειστικότητα των συγκροτημάτων.

Η διατήρηση των κέντρων αυτών, που όπως θα φανεί παρακάτω είναι πάρα πολλά, είναι μιά ακόμα απόδειξη για την εκπληκτική ανθεκτικότητα του ελληνικού χορού στα σύγχρονα ρεύματα. Ίσως δε κάποτε φτάσουν να εκτοπίσουν τα κέντρα με την ευρωπαϊκή μουσική, ήδη σε πολλές επαρχιακές ντισκοτέκ η τοπική μουσική αντικαθιστά την ντίσκο στο τέλος της βραδιάς όταν οι πελάτες έχουν φτιάξει κέφι. Μπορεί δηλαδή να γίνει κάτι ανάλογο με την αναβίωση του ρεμπέτικου, που πρίν απο είκοσι χρόνια ακουγόταν σε ελάχιστα περιθωριακά κέντρα, ενώ τώρα έχει γίνει συνώνυμο της ελληνικής μουσικής διεθνώς.

Οι ταβέρνες με την δημοτική μουσική απευθύνονται σε έναν περιορι­σμένο κύκλο. Οι εφημερίδες δεν τις αναφέρουν, ούτε οι ίδιες διαφημίζονται, κι έτσι το μεγάλο κοινό αγνοεί την ύπαρξή τους. Η κάθε μια έχει για βασικούς πελάτες τους πατριώτες του ιδιοκτήτη, που συχνά είναι ο ίδιος οργανοπαί­χτης, κι απο εκεί και πέρα το πράγμα διαδίδεται απο στόμα σε στόμα. Σπάνια θα δει κανείς εκεί μέσα πελάτες καταγόμενους από άλλη περιοχή ή από μεγάλη πόλη, γιατί απλούστατα δεν τους ταιριάζει αυτή η μουσική και δεν ξέρουν να την χορέψουν. Ευτυχώς άλλωστε, μια και έτσι διατηρείται η ιδιαιτερότητα, άν και ορισμένοι ιδιοκτήτες αρχίζουν τώρα να βάζουν στο πρόγραμμα τραγούδια από άλλες περιοχές για να διευρύνουν την πελατεία τους.

Τα κέντρα αυτά είναι κοινώς γνωστά σαν «τα κλαρίνα», για τα στεριανά, ή «τα βιολιά», για τα νησιώτικα. Ξεχωρίζουν έτσι από «τα μπουζούκια», που προσφέρουν ρεμπέτικα και ελαφρολαϊκά. Οι κρητικοί όμως δεν λένε «οι λύρες» για τα δικά τους κέντρα, ούτε οι πόντιοι «οι κεμεντσέδες». Τα περισσότερα βρίσκονται στην Αθήνα, τα άλλα στις μεγάλες επαρχιακές πόλεις. Συνήθως λειτουργούν μόνο τον χειμώνα, το καλοκαίρι οι μουσικοί βγάζουν περισσότερα λεφτά παίζοντας σε γάμους και σε πανηγύρια. Τις καθημερινές έχουν πολύ λίγο κόσμο οπότε μπορεί να χορέψει κανείς πολύ άνετα, τα σαββατοκύριακα όμως γεμίζουν. Πηγαίνουν εκεί άνθρωποι από όλες τις ηλικίες και μάλιστα πολλές οικογένειες με τα παιδιά τους. Χορεύουν όλοι μαζί, σπάνια η παραγγελιά έχει την έννοια της αποκλειστικότητας στην πίστα όπως στα μπουζούκια.

Στα ποντιακά δεν συνηθίζουν να ρίχνουν λεφτά στα όργανα γιατί οι χοροί είναι ομαδικοί και δεν ξεχωρίζει τόσο αυτός που σέρνει, το ίδιο και στα θρακιώτικα. Όπου όμως η θέση του πρώτου έχει ιδιαίτερη σημασία, αυτός παραγγέλνει στα όργανα το τραγούδι που θέλει και πληρώνει. Σ' αυτή την περίπτωση καλεί την παρέα του ή την οικογένειά του να χορέψει μαζί του, οπότε από τα άλλα τραπέζια πιάνονται μόνο στην άκρη. Αλλιώς, όταν τα όργανα παίζουν με δική τους πρωτοβουλία, μπορεί κανείς να κόψει και να πιαστεί σε όποιο σημείο του κύκλου θέλει, προσέχοντας μόνο να μην χωρίσει τα ζευγάρια και τους φίλους που σηκώθηκαν για να χορέψουν μαζί. Η ατμόσφαιρα γενικά είναι άνετη, χωρίς επιτήδευση ή επίδειξη, δεν γίνονται καυγάδες, και οι τιμές δεν είναι υψηλές.

Γι' αυτούς που αγαπούν τον ελληνικό χορό, οι ταβέρνες αυτές δίνουν καθημερινά την δυνατότητα να τον δουν και να τον χορέψουν σε ένα περιβάλλον πιο ζεστό από μια πρόβα χορευτικού συγκροτήματος. Έχουν όμως ορισμένα μειονεκτήματα που θα αναφέρουμε. Κατ' αρχή θα πρέπει όποιος πάει να ξέρει τους χορούς από πριν, αλλιώς γίνεται ενοχλητικός για τους διπλανούς του προσπαθώντας να μάθει στην πίστα. Έπειτα το φαγητό και η περιποίηση είναι μέτρια, όπως άλλωστε σε όλα τα κέντρα με θέαμα. Η θέρμανση είναι συμβολική (υποτίθεται ότι ζεσταίνεται κανείς χορεύοντας) και ο αερισμός τέτοιος που να τσούζουν τα μάτια από τον καπνό. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι τα μεγάφωνα, που αναγκάζουν πολλούς να βάζουν μπαμπάκι στα αυτιά τους για να μειώσουν την ένταση του ήχου.

Τα τραγούδια που παίζονται δεν είναι πάντα γνήσια, οι τραγουδιστές αλλάζουν την μελωδία ή βάζουν δικά τους λόγια «νταλκαδιάρικα» για να εκσυγχρονίσουν τα παραδοσιακά τραγούδια που βέβαια δεν μιλάνε για έρωτα. Τα καθιστικά τραγούδια ακούγονται σπανιότατα, ενώ από τα χορευτι­κά διαλέγονται τα πιό εύκολα. Όλα παίζονται χωρίς ταξίμια και πιο γρήγορα από το κανονικό για να εμφανίζεται κέφι και να τελειώνουν σύντομα, ενώ ο καλός μουσικός - όπως ο καλός χορευτής - φαίνεται στους αργούς ρυθμούς. Οι προθέσεις της ορχήστρας φαίνονται με την πρώτη ματιά όταν μπει κανείς στο κέντρο, απο τα όργανα που χρησιμοποιούν. Τα ηλεκτρικά αρμόνια, οι κιθάρες και οι μπαταρίες δυστυχώς όσο πάνε και πληθαίνουν.

Πριν πάει κανείς πρέπει να τηλεφωνήσει, όχι για να κρατήσει τραπέζι αλλά για να βεβαιωθεί ότι το κέντρο δεν έκλεισε ή δεν άλλαξε χαρακτήρα. Επίσης για να εξασφαλίσει ότι δεν είναι κλεισμένο για τον χορό κάποιου σωματείου.