Ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδος
Ο χορός των αρχαίων Ελλήνων άρχισε αναπόφευκτα να διαφοροποιείται μετά την ένταξη στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Μαζί με τους φιλοσόφους, τους καλλιτέχνες και τους επαγγελματίες, οι χορευτές της Ελλάδας τέθηκαν στην υπηρεσία των Ρωμαίων. Αυτό τους ανάγκασε να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες, όπου έπρεπε να απευθύνονται σε διάφορα ακροατήρια, σκορπισμένα σε μακρινές χώρες, από λαούς με ανόμοια παιδεία, που συνήθως δεν καταλάβαιναν τα ελληνικά. Οι χορευτικοί κώδικες, οι αναφορές στην ελληνική μυθολογία και ιστορία, οι εκπαιδευτικές και εκπολιτιστικές λειτουργίες του χορού έχασαν την σημασία τους. Πάνω απ' όλα χάθηκε η ηθική διάσταση του χορού σαν έκφρασης των κοινωνικών αξιών της μικρής ελληνικής πόλης.
Σαν αποτέλεσμα οι χοροδιδάσκαλοι των νέων αχρηστεύθηκαν, οι δε χορευτές εγκατέλειψαν την ελληνική αισθητική παράδοση. Οι χοροί έγιναν μέσο εύκολης διασκέδασης των θεατών, στράφηκαν στην διακωμώδηση, στον ακροβατισμό, στην πρόκληση του γέλιου ή της έκπληξης. Η ενότητα που χαρακτήριζε την ελληνική έννοια της «μουσικής», σαν συνόλου τραγουδιού, χορού και οργανικής μουσικής, διασπάστηκε στα στοιχεία της.
Το μεν τραγούδι παρέμεινε για ένα διάστημα σε ελληνική γλώσσα, αλλά εκτελούμενο από μια παθητική χορωδία ξέχωρα από τα χορευτικά μέρη της παράστασης, μέχρι που διαφοροποιήθηκε εντελώς. Η οργανική μουσική απέκτησε την αυτονομία της σαν ιδιαίτερη καλλιτεχνική έκφραση, όχι πια σαν συνοδεία της ποίησης και του χορού. Νέα όργανα προστέθηκαν στην λύρα και τον αυλό ώστε να σχηματιστούν μικρές ορχήστρες που να μπορούν να τέρψουν τους ακροατές με την μουσική τους και μόνο.
Ο χορός, αποσυνδεδεμένος από τον λόγο και την μελωδία, έγινε παντομίμα. Μιμικοί χοροί υπήρχαν βέβαια στην ελληνική αρχαιότητα, η παντομίμα όμως έγινε το σύμβολο της ρωμαϊκής περιόδου. Ο μίμος προσπαθούσε να εντυπωσιάσει το ακροατήριο με τα φανταχτερά του ρούχα, τα κοσμήματα, τις μάσκες του, αλλά κυρίως με τις χειρονομίες του. Έγιναν διάσημοι οι μίμοι που μπορούσαν να διηγηθούν ολόκληρες ιστορίες χωρίς να αρθρώσουν λέξη, μαγεύοντας τους θεατές με την εκφραστικότητά τους. Σκοπός τους ήταν να εξάψουν την φαντασία του κοινού με την χάρη, την δύναμη υποβολής και την δεξιοτεχνία τους.
Οι μίμοι αρχικά χρησιμοποιούσαν σαν υπόθεση της παράστασής τους ιστορίες από την ελληνική μυθολογία και τα θεατρικά έργα. Με τον καιρό όμως στράφηκαν προς τους ακροβατισμούς, τα άσεμνα αστεία και τις χυδαίες χειρονομίες. Οι περισσότεροι ήταν θηλυπρεπείς και ζούσαν έκλυτη ζωή ώστε να κατατάσσονται μαζί με τους σαλτιμπάγκους, τους θεατρίνους, τις πόρνες και τους σκλάβους. Οι πιο γνωστοί διασκέδαζαν τους αυτοκράτορες και την αριστοκρατία, συχνά όμως προκαλούσαν το δημόσιο αίσθημα ώστε να διώκονται από τις αρχές.
Γεγονός είναι πάντως ότι οι χοροί και τα θεάματα αυτού του τύπου ήτανιδιαίτερα δημοφιλή και τροφοδοτούσαν τις μάζες στις μεγάλες πόλεις. Αυτό συνεχίστηκε όταν η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε από την Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη. Οι αναφορές που έχουμε στα κείμενα της εποχής αφορούν πάντα τον χορό σ' αυτές τις περιπτώσεις. Γι' αυτό και ελάχιστα γνωρίζουμε για τον χορό στα χωριά, όπου είναι φυσικό να διατήρησε τον χαρακτήρα του με μικρές σχετικά αλλαγές μέχρι τον αιώνα μας. Είναι λοιπόν παράδοξο το γεγονός ότι όταν οι ιστορικοί και εκκλησιαστικοί συγγραφείς μνημονεύουν τον χορό δεν κάνουν διάκριση ανάμεσα στον χορό των κατοίκων του χωριού και στον χορό των επαγγελματιών χορευτών του θεάτρου, του τσίρκου και του δρόμου.
Γενική εντύπωση που αποκομίζει αυτός που ενδιαφέρεται να ερευνήσει για τον χορό στα βυζαντινά χρόνια είναι η σπανιότητα των πληροφοριών και η μονομέρειά τους. Οι γραπτές πηγές είναι λίγες και η εικονογραφία ακόμα λιγότερη. Από την άλλη, τα κείμενα, επειδή είναι εκκλησιαστικά τα περισσότερα, έχουν σπάνιες αναφορές και αυτές λιγόλογες και κατηγορηματικές στην καταδίκη του χορού. Μερικές σκόρπιες φράσεις λοιπόν και μερικές τοιχογραφίες σε εκκλησίες είναι όλο το πληροφοριακό υλικό που διαθέτουμε για τον χορό στο Βυζάντιο.
Η ορθόδοξη εκκλησία, όπως και η καθολική, πολέμησε ακατάπαυστα τον χορό. Στα γραπτά των Πατέρων της εκκλησίας, όπου αναφέρεται ο χορός είναι για να ταυτιστεί με την αμαρτία, η δε Σύνοδος της Λαοδικείας έφτασε να απαγορεύσει τον χορό στους γάμους. Δεν πρέπει όμως κανείς βασιζόμενος στις αναφορές αυτές να βιαστεί να συμπεράνει ότι ο χορός ήταν απαγορευμένος κατά τους βυζαντινούς χρόνους. Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς ήταν φυσικό να έχουν τις πιο ακραιφνείς απόψεις μεταξύ των συγχρόνων τους. Το γεγονός άλλωστε ότι έβλεπαν συνεχώς την ανάγκη να καταδικάζουν τον χορό, πείθει ότι ο κόσμος συνέχιζε να χορεύει παρά τα κηρύγματα. Αναφέρεται άλλωστε σαφώς ότι η απαγόρευση της Συνόδου της Λαοδικείας ατόνησε στην πράξη.
Όμως, μία πιο προσεκτική ανάγνωση των εδαφίων δείχνει ότι ο αποτροπιασμός για το θέαμα των χορευόντων δεν είναι γενικός. Οι συγγραφείς των κειμένων ζουν στις μεγάλες πόλεις όπου ο χορός είναι περισσότερο διασκέδαση και λιγότερο τελετουργία από ό,τι στα χωριά. Στις πόλεις υπάρχουν από την ρωμαϊκή εποχή επαγγελματίες χορευτές, μίμοι, θεατρίνοι που ζουν ελεύθερη ζωή και δεν διστάζουν να διακωμωδούν τους χριστιανούς στα θεάματα που παρουσιάζουν. Οι καλλιτέχνες λοιπόν αυτοί και οι παραστάσεις που δίνουν είναι οι πραγματικοί στόχοι της εκκλησίας και όχι ο χορός αυτός καθεαυτός. Ο χορός γίνεται αντικείμενο κριτικής μόνο όταν συνδυάζεται με την μέθη, τις ερωτικές κινήσεις των γυναικών και την άπρεπη συμπεριφορά. Καταδικάζονται - και έτσι μαθαίνουμε γι' αυτά - τα λυγίσματα του σώματος, τα κτυπήματα του εδάφους με τα πόδια, τα άτακτα και απρεπή πηδήματα. Ιδιαίτερα βέβαια οι γυναίκες που παρασυρόμενες από τον χορό αφήνουν ξέπλεκα τα μαλλιά τους, ανασηκώνουν τους χιτώνες, σηκώνουν τα πόδια πιο ψηλά από ό,τι πρέπει και «ανοίγουν τα τραχήλια δείχνουσιν και τα βυζούλια».
Δεν θα ήταν άλλωστε δυνατόν να στραφεί η εκκλησία με πιθανότητες επιτυχίας εναντίον του χορού, όταν αυτός ήταν τόσο στενά δεμένος με τις ιδιωτικές και δημόσιες γιορτές. Βέβαια η αντίθεση ανάμεσα στις χριστιανικές τελετές και στις πολυθεϊστικές - που δεν έπαψαν να υπάρχουν - ήταν σαφής, και μόνο από το γεγονός ότι στις πρώτες απουσίαζαν ο χορός, η μουσική και τα τραγούδια. Με τον καιρό όμως διαμορφώθηκε ο συνδυασμός που βλέπουμε και σήμερα όπου μετά το τέλος της λειτουργίας ακολουθεί το πανηγύρι.
Αναφέρονται μάλιστα περιπτώσεις όπου χόρευαν μέσα στις εκκλησίες το Πάσχα και τα Χριστούγεννα, με άδεια του Πατριάρχη Θεοφύλακτου. Ο Φαίδων Κουκουλές, στο βιβλίο του «Βυζαντινών βίος και πολιτισμός» συγκέντρωσε τις περιπτώσεις όπου αναφέρεται ο χορός στα κείμενα της εποχής εκείνης. Βρίσκουμε χορούς γυναικών το Πάσχα, νυχτερινούς σκωπτικούς χορούς μεταμφιεσμένων στις Καλένδες, χορούς από περιοδεύουσες ομάδες νεαρών στα Ρουσάλια. Οι χοροί δεν ήταν βέβαια δυνατόν να λείπουν από τους γάμους. Στα καπηλιά και τα συμπόσια χόρευαν επίσης, μάλιστα οι πλουσιότεροι καλούσαν και επαγγελματίες κιθαρίστριες, χορεύτριες ή χορευτές που τους εκτιμούσαν ανάλογα με τα λυγίσματα του σώματος και την ταχύτητα των ποδιών. Χορευτικά θεάματα αναφέρονται ακόμα στο θέατρο, με υπόκρουση αυλού και κιθάρας.
Στην Κωνσταντινούπολη αναφέρονται μεγάλοι δημόσιοι χοροί με την ευκαιρία σημαντικών γεγονότων. Για να γιορτάσει την νίκη του βυζαντινού στρατού ο λαός έβγαινε στους δρόμους και χόρευε μαζί με τους στρατιώτες ζητωκραυγάζοντας. Άλλοτε πάλι χόρευαν τραγουδώντας αυτοσχέδια άσματα για να ειρωνευτούν τον αυτοκράτορα. Οι στρατιώτες χόρευαν ένοπλοι πολεμικές ασκήσεις, αλλά και έστηναν χορούς για να διασκεδάσουν μετά τα γυμνάσια. Οι ηνίοχοι χόρευαν στον Ιππόδρομο όταν νικούσαν στις αρματοδρομίες. Ο Θεσσαλονίκης Ευστάθιος αναφέρει ελικοειδή χορό ναυτικών: «......... ναυτικοί, όσοι το παλαιόν ανδρώδες παρεκνεύουσι, χορόν τινά ελίσσουσι ποικιλόστροφον και πολυκαμπή τας του λαβυρίνθου μιμείσθαι θέλοντες έλικας......» (ΕΠ 1167,15).
Όταν ο αυτοκράτορας γιόρταζε τα γενέθλια ή την ονομαστική εορτή του, μέρος των εκδηλώσεων ήταν ένας τελετουργικός χορός, το Σάξιμο. Ο χορός αυτός γινόταν μέσα στο τρίκλινο του Ιουστινιανού με την συμμετοχή ευγενών, αυλικών και τοπικών αρχόντων. Μετά το γεύμα ο τελετάρχης παρουσίαζε με την σειρά τους αξιωματούχους, οι οποίοι έκαναν τρεις φορές τον γύρο του βασιλικού τραπεζιού χορεύοντας και τραγουδώντας εγκωμιαστικούς ύμνους. Ο αυτοκράτορας έδειχνε την ικανοποίησή του δωρίζοντάς τους στο τέλος της τελετής πουγγιά με νομίσματα.
Ονόματα χορών δεν αναφέρονται, ούτε περιγραφές χορευτικών σκηνών. Ξέρουμε όμως ότι συχνά χόρευαν σε κύκλο ανοιχτό πιασμένοι από τα χέρια ή τα δάχτυλα και μάλιστα «πλεγμένοι». Ο πρώτος του χορού λεγόταν κορυφαίος ή χορολέκτης. Αυτός άρχιζε το τραγούδι και φρόντιζε να μην χαλάει ο κύκλος. Υπήρχαν χοροί ανδρών, γυναικών και μεικτοί. Ο Θεσσαλονίκης Ευστάθιος αναφέρει έναν χορό που άρχιζε σε κύκλο και μετά οι χορευτές έρχονταν αντικρυστά. Όταν δεν χόρευαν σε κύκλο κρατούσαν τα χέρια υψηλά ή τα κουνούσαν δεξιά — αριστερά. Στα χέρια κρατούσαν κρόταλα (όπως τα σημερινά ζίλια) ή μαντήλια, ή είχαν μακριά μανίκια που έδιναν έμφαση στις κινήσεις. Χορεύοντας τραγουδούσαν άσματα καθιερωμένα ή αυτοσχέδια, είτε όλοι μαζί είτε επαναλαμβάνοντας την κάθε στροφή από το τραγούδι του πρωτοχορευτή.
Οι παριστάμενοι παρακολουθούσαν με μεγάλο ενδιαφέρον, χτυπούσαν τα χέρια στον ρυθμό ή τραγουδούσαν. Οι επαγγελματίες τραγουδιστές, που συνήθως ήταν οι ίδιοι οι μουσικοί, συνέθεταν στίχους ανάλογα με την περίσταση. Τα όργανα ήταν κιθάρα, αυλός (απλός, διπλός ή πολλαπλός), ντέφι, τύμπανο.