Δίσκοι παραδοσιακής μουσικής

Κάθε συγκρότημα, αλλά και ο καθένας που ασχολείται ιδιαίτερα με τον χορό, πρέπει να διαθέτει μια δισκοθήκη με χορευτικά κομμάτια. Από τους δίσκους, για να μην φθείρονται, γράφονται οι κασέτες που χρησιμοποιούνται στα μαθήματα και στις πρόβες. Η δισκοθήκη συμπληρώνεται από ταινιοθήκη με ηχογραφήσεις που έγιναν είτε επί τόπου στα χωριά, είτε με διάφορους οργανοπαίχτες για λογαριασμό του συγκροτήματος.

Είναι προτιμότερο να γράφεται μια κασέτα για τον κάθε χορό, με διάφορες μελωδίες και διάφορες εκτελέσεις της κάθε μελωδίας, αλλά πάντα από την ίδια περιοχή. Ο δάσκαλος φροντίζει ώστε η σειρά των κομματιών στην κασέτα να είναι προσεγμένη παιδαγωγικά, αρχίζοντας από τα εύκολα κομμάτια με αργό και έντονο ρυθμό και προχωρώντας σταδιακά στα πιο δύσκολα για τους χορευτές. Μια καλή ιδέα είναι να προηγείται μια εισαγωγή μόνο με κρουστά - νταούλι ή τουμπελέκι - για να γίνει απόλυτα κατανοητή η ρυθμική δομή, πρίν εμπλουτιστεί με την μελωδία.

Από τους δίσκους που κυκλοφορούν λίγοι έχουν κομμάτια προσανατο­λισμένα προς τον χορό, είτε γιατί έχουν σαν κύριο σκοπό να προβάλουν τα φωνητικά χαρίσματα του τραγουδιστή και την δεξιοτεχνία του σολίστα, είτε γιατί οι οργανοπαίχτες παίζουν αλλιώς στο στούντιο κι αλλοιώς στο γλέντι ή στην παράσταση όπου επικοινωνούν με τους χορευτές. Πολλοί άλλωστε από τους εμπορικούς δίσκους είναι τόσο κακοί που κινδυνεύουν να διαφθείρουν το μουσικό γούστο των χορευτών.

Ορισμένα ιδρύματα έχουν εκδόσει κατά καιρούς σοβαρές σειρές δίσκων με τραγούδια και χορούς από διάφορα μέρη της Ελλάδας. Οι δίσκοι αυτοί σπάνια βρίσκονται στα καταστήματα αλλά μπορεί να τους προμηθευτεί κανείς στα γραφεία των ιδρυμάτων αυτών. Τα καταστήματα έχουν μόνο δίσκους των εταιρειών που κυκλοφόρησαν πρόσφατα, έχουν όμως τους καταλόγους των εταιρειών και μπορούν να παραγγείλουν παλιότερους δίσκους ή παραγωγές τραγουδιστών ή οργανοπαιχτών που τις διαθέτουν οι ίδιοι στον κύκλο των συμπατριωτών τους, στους πελάτες των κέντρων όπου εμφανίζονται ή στα καταστήματα της επαρχίας τους.

Από τους δίσκους των εταιρειών λίγοι είναι ποιοτικά προσεγμένοι. Η προέλευση των κομματιών δεν είναι ελεγμένη, τα λόγια των τραγουδιών είναι σύγχρονα, η μελωδία είναι διασκευασμένη, δεν υπάρχουν τεκμηριωμέ­να σχόλια στο εξώφυλλο, κλπ. Το πρώτο πράγμα που κοιτάζει κανείς πριν αγοράσει έναν δίσκο είναι το όνομα αυτού που τον επιμελήθηκε, για να δει ποιος φέρει την τελική ευθύνη για την επιλογή των τραγουδιών, των οργανοπαιχτών και των οργάνων, για την γνησιότητα της εκτέλεσης και για την όλη σοβαρότητα της παρουσίασης. Δυστυχώς όμως, αυτοί οι δίσκοι είναι που ακούγονται συνήθως στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση.

Στο σημείο αυτό θα ήταν μεγάλη παράλειψη να μην αναφερθεί η απαράδεκτη αμέλεια της Ακαδημίας Αθηνών, που κρατάει στα αρχεία της έναν ολόκληρο θησαυρό ελληνικής μουσικής. Περίπου είκοσι χιλιάδες τραγούδια ηχογραφημένα με τεράστιο κόπο πρίν από δεκαετίες, τότε που το αυτί των τραγουδιστών και των οργανοπαιχτών δεν είχε ακόμα αλλοιωθεί από το συνεχές άκουσμα ευρωπαϊκής μουσικής. Ένα κειμήλιο ανυπολόγι­στης αξίας για την μουσική παιδεία του λαού μας, που χάνεται καθώς απομαγνητίζονται με τα χρόνια οι ταινίες, θαμμένο σε μια αποθήκη την ώρα που βομβαρδιζόμαστε από αμέτρητα ηχητικά σκουπίδια.

Μια λύση θα ήταν να δοθεί το υλικό αυτό στις εταιρείες, μια και τα ιδρύματα δεν έχουν τα μέσα, για να εκδόσουν αυτές έστω όσα κομμάτια κρίνουν εμπορικά ώστε να κυκλοφορήσουν και να ακουστούν πλατιά από Έλληνες και ξένους. Τα τελευταία χρόνια η ζήτηση για παραδοσιακή μουσική αυξάνεται ραγδαία, τόσο από το ευρύ κοινό όσο και από συλλέκτες και μελετητές στην Ελλάδα και το εξωτερικό, εκτός από την μεγάλη απορρόφη­ση που κάνουν οι ελληνικές παροικίες στην Αμερική και την Αυστραλία. Έτσι θα λυθεί και το πρόβλημα των δικαιωμάτων, ώστε να μην μπορεί κανείς να κατοχυρώνει για δικά του τα τραγούδια που έλεγαν οι παππούδες μας και ανήκουν σε όλους.

Οι δίσκοι βέβαια δεν μπορούν να αντικαταστήσουν την ζωντανή μουσική, που είναι περισσότερο απαραίτητη στον παραδοσιακό χορό παρά σε κάθε άλλο είδος χορού. Η οπτική και ακουστική επαφή του χορευτή με τον οργανοπαίχτη είναι βασικό στοιχείο του παραδοσιακού χορού, όσο είναι και η προσωπική γνωριμία, η συμβίωση πριν και μετά το γλέντι, η κοινή αναζήτηση της γνησιότητας. Ο καλός χορευτής ξέρει να ξεχωρίζει την καλή μουσική, αυτήν που του ταιριάζει στο αυτί και στο σώμα, αυτήν που συνεπαίρνει τον ίδιο και τους θεατές του. Ο καλός οργανοπαίχτης ξέρει να χειραγωγεί τον χορευτή, άλλοτε να τον κρατάει κι άλλοτε να τον σπρώχνει μέχρι το ξεφάντωμα.

Η ηχογραφημένη μουσική είναι χρήσιμη γιατί μπορεί να παίζεται συχνά και να δίνει ακούσματα. Ο παλιός χορευτής του χωριού άκουγε αυτή την μουσική, και μόνο αυτή, σ' όλη του την ζωή οπότε είχε αυτά που λέμε ακούσματα. Ο σύγχρονος όμως δεν έχει αυτή την παιδεία, γι' αυτό πρέπει να περάσει πάρα πολλές ώρες με την μουσική στ' αυτιά του ώστε να καλύψει την διαφορά. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την παραδοσιακή μουσική, η οποία βασίζεται στην εκτεταμένη διάσταση του χρόνου που είχαν οι άνθρωποι τότε. Τα τραγούδια διαρκούσαν ώρες, και όχι τρία λεπτά όπως σήμερα στους δίσκους. Η ίδια μελωδική φράση επαναλαμβανόταν ατέλειωτες φορές με αδιόρατες παραλλαγές και στολίσματα την κάθε φορά. Γι' αυτό δεν αρκεί να ακούσει κανείς δυο-τρεις φορές ένα παραδοσιακό κομμάτι όπως παίζεται σήμερα για να το καταλάβει, όπως μπορεί να γίνει με άλλα είδη μουσικής.