Η φορεσιά

Η φορεσιά, όπως και η μουσική, είναι συνθετικό στοιχείο του κάθε είδους χορού, ιδιαίτερα όμως του παραδοσιακού. Στις σημερινές αναπαραστάσεις των παραδοσιακών χορών από τα φολκλορικά συγκροτήματα η φορεσιά είναι απαραίτητη γιατί βοηθάει τόσον το θεατή όσο και το χορευτή να μπουν στο συγκεκριμένο κοινωνικό σύστημα αναφοράς. Αλλά και για τον παλιό άνθρωπο του χωριού οι έννοιες του χορού και της φορεσιάς ήταν σύμφυτες: ο καλός χορευτής έπρεπε να είναι πρώτα απ' όλα καλοντυμένος.

Πέρα όμως από τον χορό, η φορεσιά σαν προέκταση και απεικόνιση του ανθρώπινου σώματος αποτελεί ένα βασικό εργαλείο για την κατανόηση του ανθρώπου και της κοινωνίας. Μπορεί δηλαδή κανείς να «διαβάσει» σε μια φορεσιά την ιστορία και τις τοπικές συνθήκες ενός χώρου, την διάρθρωση και τις αξίες μιας κοινωνίας, την θέση και την προσωπικότητα ενός ατόμου. Μια φορεσιά της δικής μας κοινωνίας την «διαβάζουμε» χωρίς να το καταλάβουμε γιατί την συνδυάζουμε με τις πληροφορίες που παίρνουμε από το πρόσωπο, τις κινήσεις, την ομιλία και γενικά το παρουσιαστικό του ατόμου. Η ανάγνωση όμως μιας φορεσιάς που ανήκει σε άλλη κοινωνία δεν είναι εύκολη γιατί δεν έχουμε στη διάθεσή μας ούτε τα προσωπικά ή πρακτικά στοιχεία που συνδέονται μ' αυτήν, ούτε τον κώδικα ερμηνείας του συμβολισμού της.

Τα μέρη μιας φορεσιάς έχουν αρχικά μια πρακτική χρησιμότητα: να κρύψουν ή να αναδείξουν ορισμένα μέρη του σώματος, να μεταφέρουν προσωπικά αντικείμενα κλπ. Εξετάζοντας σε πρώτη φάση ποιές είναι οι βασικές ανάγκες που καλύπτονται από την φορεσιά, προκύπτουν συμπερά­σματα για την καθημερινή ζωή των ανθρώπων που την φορούν. Όμως, η κάθε μία απ' αυτές τις ανάγκες μπορεί να καλυφθεί με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, από τους οποίους η κάθε κοινωνική ομάδα διαλέγει έναν συγκεκρι­μένο. Γι' αυτό είναι ενδιαφέρον να εξεταστούν σε δεύτερη φάση τα κριτήρια αυτής της επιλογής.

Για παράδειγμα, η ανάγκη να φοράει κανείς υποδήματα προκύπτει από τον τρόπο ζωής του. Το γεγονός ότι κάποιος μένει ξυπόλητος σημαίνει ότι δεν κάνει πολύ κρύο, ότι δεν περπατάει πάνω σε πέτρες κι αγκάθια, ότι δεν υπάρχουν δηλητηριώδη ερπετά κλπ. Ένας ψαράς ή μια νοικοκυρά ήταν τέτοιες περιπτώσεις, ενώ ένας κιρατζής ή ένας βοσκός δεν ήταν. Αυτός που χρειάζεται να ντύσει τα πόδια του θα το κάνει χρησιμοποιώντας τα υλικά που είναι στη διάθεσή του, τον τρόπο κατασκευής που έμαθε από τον πατέρα του ή την τέχνη που ξέρει ο ντόπιος τσαρουχάς. Από ένα υπόδημα λοιπόν μπορούμε να μάθουμε πού περπατούσε αυτός που το φορούσε, τι δέρματα έφτιαχναν στην περιοχή του, από πού έμαθε την τέχνη ο τσαρουχάς κ.ο.κ.

Το παράδειγμα του υποδήματος έχει ιδιαίτερη σημασία για τον χορευτή γιατί μπορεί να φανταστεί τι είδος κινήσεων επιτρέπει. Τα βαριά τσαρούχια τραβούν το πόδι προς τα κάτω, τα γουρουνοτσάρουχα είναι πιο ελαφριά, τα στιβάνια επιτρέπουν κινήσεις ακριβείας, ενώ οι κουντούρες επιβάλλουν συρτό βήμα. Το πέρασμα από τα αυτοσχέδια γουρουνοτσάρουχα με τα λουριά, στα μαστορικά τσαρούχια με την προκαδούρα που ήταν φτιαγμένα από τσαγκάρη, ασφαλώς επηρέασε τα χορευτικά βήματα. Ανάλογη αλλαγή έγινε με την καθιέρωση της συνήθειας να χαρίζουν στην νύφη ένα ζευγάρι αγοραστά υποδήματα με μικρό τακούνι, αντί για τις πρόχειρες παντούφλες που φορούσε μέχρι τότε.

Πάντως τα υποδήματα ήταν κάτι το πολύτιμο που μία μόνο φορά αποκτούσε κανείς στην ζωή του, γι’ αυτό και τα πρόσεχε φορώντας τα μόνο στις γιορτές. Όταν πήγαιναν σε άλλο χωριό για ένα πανηγύρι, παζάρι ή γάμο τα κρατούσαν στο χέρι και τα έβαζαν πριν μπουν στο χωριό. Φορώντας υποδήματα που δεν τα είχαν συνηθίσει είχαν έναν λόγο παραπάνω να χορεύουν στητοί στους μεγάλους χορούς, ενώ στα μικρά οικογενειακά γλέντια χόρευαν πολύ πιο άνετα φορώντας πλεχτά τερλίκια ή ξυπόλητοι.

Πέρα όμως από την ορθολογική αντιμετώπιση αναγνωρισμένων ανα­γκών με τα διαθέσιμα μέσα, η φορεσιά ικανοποιεί άλλες λιγότερο εμφανείς ανάγκες. Στο φαντασιακό επίπεδο η φορεσιά λειτουργεί σαν μέσο προβολής της συλλογικής εικόνας του ανθρώπινου σώματος. Αν το ιδανικό είναι το μικρό στήθος, ή η λεπτή μέση, ή οι ευτραφείς γοφοί, η φορεσιά θα τα τονίσει ανάλογα. Γενικά, η φορεσιά τείνει να δώσει μιαν εικόνα του σώματος όπως θά 'πρεπε να είναι κι όχι όπως είναι. Σ' αυτό συντελεί το γεγονός ότι τα ίδια ρούχα περνάνε από τη μια γενιά στην άλλη, καθώς και το ότι η διαδικασία της κατασκευής τους δεν είναι προσωπική υπόθεση όπως σήμερα. Καθώς η κοπέλα ετοιμάζει τα προικιά της βρίσκεται κάτω από την επίβλεψη των μεγαλύτερων γυναικών και ακούει τα σχόλια των φιλενάδων της. Έτσι, η συλλογική αναπαραγωγή της φορεσιάς συντελεί στην τυποποίησή της.

Παράλληλα η φορεσιά λειτουργεί και σαν στολή, με την στρατιωτική έννοια. Εξασφαλίζοντας δηλαδή μια βασική ομοιομορφία, δηλώνει με ορισμέ­να διακριτικά σύμβολα την κοινωνική ομάδα όπου ανήκει το άτομο καθώς και την βαθμίδα που κατέχει στην ιεραρχία της. Κατ' αρχάς η φορεσιά δείχνει σαφώς την εθνολογική ομάδα (π. χ. Βλάχα, Σαρακατσάνα, Καραγκούνα κλπ) λειτουργώντας έτσι σαν ανασταλτικό της επιμειξίας. Στο εσωτερικό της ομάδας αυτής πρέπει να ξεχωρίζει το κάθε χωριό. Το χωριό, σαν κοινωνία με σαφή όρια είναι υποχρεωμένο να περιφρουρήσει την ταυτότητά του. Γνωρίζει ποιά είναι τα χωράφια του, τα σπίτια του, οι νύφες του, και μόνο κατ' εξαίρεση θα καταφύγει στον έξω χώρο. Για να περιχαρακωθεί, επιμένει ότι στο διπλανό χωριό χορεύουν αλλιώτικα, ντύνονται αλλιώτικα, είναι τεμπέληδες, κουτοί, κλέφτες κλπ. Τονίζει δηλαδή τις διαφορές δημιουργώντας μιαν ασπίδα κατά της αφομοίωσης. Γι’ αυτό, όταν οι φορεσιές είναι βασικά οι ίδιες, φροντίζει να δημιουργήσει μερικές χαρακτηριστικές διαφορές.

Στο εσωτερικό του χωριού, οι διαφορές είναι πια δηλωτικές: της γενιάς (αντιγράφοντας ή φορώντας τα ρούχα των προγόνων), της τάξης (γεωργοί, κτηνοτρόφοι, επαγγελματίες), της οικονομικής δύναμης (φλουριά στο στή­θος, κοσμήματα, καδένες), της οικογενειακής κατάστασης (παιδί, σε ηλικίαγάμου, παντρεμένη, χήρα), της ατομικής ιστορίας (χατζηλίκι, ταξίδι στο εξωτερικό, υπηρεσία στον στρατό, συγγενείς στα ξένα, πένθος). Όλα δηλώνονται με χαρακτηριστικά σύμβολα γνωστά σε όλους και υποχρεωτικά για τον καθένα. Σε τελευταία ανάλυση, η φορεσιά είναι ένας ατομικός φάκελος που περιέχει ολόκληρη την κοινωνική και προσωπική ιστορία του ατόμου, ανοιχτός γι αυτόν που ξέρει να τον διαβάσει.

Μέσα στα πλαίσια των συμβατικών υποχρεώσεων υπάρχει πάντα χώρος για έκφραση των προσωπικών προτιμήσεων. Το χρώμα που βάφεται το ύφασμα, το σχέδιο του κεντήματος, λίγο στραβά το φέσι ή πιο σφιχτό το μαντηλόδεμα, μικρές παραλλαγές πάνω στο βασικό θέμα που προδίδουν το γούστο και το μεράκι, την διάθεση να διαφοροποιηθεί ή να αρέσει στους άλλους. Πάντα όμως στα όρια που επιτρέπει η κοινωνική κριτική, τα σχόλια, το κουτσομπολιό. Όπως στον χορό και γενικά στην συμπεριφορά, έτσι και στην φορεσιά κάθε παράβαση των άγραφων κανόνων καυτηριάζεται από τους άλλους και ιδιαίτερα από τις γριές, πραγματική «πολιτιστική αστυνομία» του χωριού. Οριστική καταδίκη του παραβάτη θα είναι να του «βγει το όνομα».

Τα ρούχα, τα κοσμήματα και τα άλλα εντελώς προσωπικά αντικείμενα της νύφης είναι το πιο σημαντικό τμήμα από τα προικιά της. Μεταφέρονται τελετουργικά στην πομπή προς το σπίτι του γαμπρού μέσα σε μια στολιστή κασέλα που τοποθετείται επίσημα μπροστά στο γαμήλιο κρεβάτι. Η κασέλα αυτή περιέχει τον κρυφό κόσμο της γυναίκας και κανείς δεν επιτρέπεται να την ανοίξει. Αποτελεί το σύμβολο της εγκατάστασής της στο σπίτι, αν της βγάλουν την κασέλα στον δρόμο σημαίνει ότι την διώχνουν. Συνηθίζεται να θάβονται οι γυναίκες ντυμένες νύφες, αλλά και οι άντρες με την καλύτερη φορεσιά τους, κι έτσι χάθηκαν δυστυχώς πολλά τέτοια κειμήλια.

Οι σημερινές γυναίκες των χωριών, μέσα στην τάση τους να αποτινά­ξουν τον παλιό τρόπο ζωής, βιάστηκαν να ξεφορτωθούν τις φορεσιές που έμειναν στις κασέλες. Όσες έμειναν βρίσκονται κυρίως στα μουσεία και στις ιδιωτικές συλλογές, στα χορευτικά συγκροτήματα, στις αποθήκες των εμπόρων, ή στο εξωτερικό. Σκορπισμένες, διαμελισμένες, μακριά από τους ανθρώπους που ήξεραν την χρήση, την φροντίδα και την σημασία τους, έγιναν άψυχα μουσειακά αντικείμενα ή εμπόρευμα. Για τον ερμηνευτή που ψάχνει να βρει τα νοήματα που έκρυβαν, για τον χορευτή που θέλει να ντύσει τον χορό του φτιάχνοντας αντίγραφα, για τον ενδυματολόγο και τον μοντελίστα που θα εμπνευστούν απ' αυτές, για τον οποιονδήποτε που ενδιαφέρεται να μάθει τι φορούσαν οι παππούδες του (εκτός αν ντρέπεται γι αυτούς), το νήμα κόπηκε. Οι φορεσιές δεν βρίσκονται πια στα χέρια εκείνων που θα μπορούσαν να μας μιλήσουν γι’ αυτές, αφού σ' αυτούς ανήκουν.

Τώρα λοιπόν πρέπει να γυρίσουμε πίσω. Να καθήσουμε με την γιαγιά που φορούσε στα νιάτα της αυτήν την φορεσιά, την ίδια φορεσιά που η κόρη της έδωσε στον πλανόδιο έμπορα για έναν πλαστικό κουβά. Να την ρωτήσουμε πώς λεγόταν το κάθε κομμάτι, πώς το έφτιαχναν, από πού αγόραζαν τα υλικά, πώς το φορούσαν, πώς το έπλεναν, πώς το δίπλωναν, τί έλεγαν γι’ αυτό, και όλα τα σχετικά. Γενικά, να αποκαταστήσουμε την μετάδοση της γνώσης που έχει διακοπεί, με αποτέλεσμα να χάνεται η γνώση αυτή. Αφού η μετάδοση προς τους φυσικούς φορείς (την κόρη και την εγγονή) δεν συντελείται πλέον, θα πρέπει η γνώση να περισυλλεγεί από άλλους φορείς. Όταν λέμε «φορείς» δεν εννοούμε με κανέναν τρόπο κρατικούς φορείς, όπως συνηθίζεται. Η έννοια του Κράτους είναι εντελώς αντίθετη προς την έννοια της παράδοσης. Κάθε απ' ευθείας ανάμειξη του Κράτους σε ένα πολιτιστικό θέμα του αφαιρεί αυτομάτως τον παραδοσιακό χαρακτήρα. Εννοούμε λοιπόν ιδιωτικούς φορείς που, από μεράκι ή ατομικό συμφέρον, μπορούν να ενδιαφερθούν για την διαφύλαξη της παραδοσιακής γνώσης χωρίς να διαταράξουν τον αυστηρά τοπικό και δια-προσωπικό της χαρακτήρα.

Στην Ελλάδα λίγοι ενδιαφέρθηκαν σοβαρά για την παραδοσιακή φορεσιά. Από την αρχή, η προσέγγιση που ακολουθήθηκε ήταν κυρίως συλλεκτική ή περιγραφική. Η συλλεκτική προσπάθεια ήταν τελικά σωτήρια, γιατί έτσι διασώθηκε στα μουσεία ένας μεγάλος αριθμός φορεσιών πριν από την εμπορευματική καταιγίδα. Τα τελευταία είκοσι περίπου χρόνια οι παλιατζήδες γύρισαν την Ελλάδα μέχρι το τελευταίο χωριό αγοράζοντας για ψίχουλα ό,τι παραδοσιακό αντικείμενο εύρισκαν. Οι φορεσιές σκόρπισαν, άλλες σε συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό, άλλες στα μαγαζιά που τις κόβουν κομμάτια για να διακοσμήσουν σύγχρονα φορέματα, άλλες σε χορευτικά συγκροτήματα. Σήμερα οι μεγαλύτερες συλλογές είναι του Λυκείου Ελληνίδων (περίπου 2.000 πλήρεις), του Πελοποννησιακού Λαογρα­φικού Ιδρύματος (περίπου 250 πλήρεις) του Σωματείου Δώρας Στράτου, των Μουσείων Μπενάκη, Ελλημικής Λαϊκής Τέχνης και του Λαογραφικού Βορείου Ελλάδος.

Βέβαια, ένα εθνογραφικό αντικείμενο χωρίς την ιστορία του έχει την μισή αξία. Μία φορεσιά που δεν ξέρουμε σε ποιο χωριό βρέθηκε, πότε και πώς φτιάχτηκε, ποιος και πού την φορούσε κλπ., μόνο περιορισμένες πληροφο­ρίες μπορεί να μας δώσει. Επεκράτησε λοιπόν η μελέτη των κατασκευαστι­κών στοιχείων και η προσήλωση προς την εντυπωσιακή πλευρά. Παραμελήθη­καν οι διάφορες άλλες φορεσιές για χάρη της νυφικής και της γαμπριάτικης, που φυσικά χτυπάνε περισσότερο στο μάτι. Ξεχάστηκαν συμπληρωματικά στοιχεία όπως τα μαντηλοδέματα, τα χτενίσματα, τα φτιασιδώματα και γενικά η περιποίηση του σώματος. Αγνοήθηκαν οι κοινωνικές και λειτουργικές διαστάσεις, ενώ τονίστηκε υπέρμετρα το πρόβλημα της καταγωγής (γενικά, ο λαογράφος όταν δεν ξέρει τι να κάνει με το υλικό του ψάχνει για την προέλευσή του). Έγινε δηλαδή κάτι ανάλογο με ό,τι συνέβη με τον χορό.

Όσο τρομερά δύσκολο είναι να μιλήσει κανείς για τον «ελληνικό χορό», άλλο τόσο επιπόλαιο θα ήταν να μιλήσει για τη «ελληνική φορεσιά». Το πολιτιστικό στοιχείο ανήκει από την φύση του στον στενό κοινωνικό περίγυρο που το γέννησε και το διαμόρφωσε, οπότε κάθε γενίκευση του αφαιρεί μια ουσιαστική διάσταση. Μόνο για την φορεσιά (ή τους χορούς, ή τα τραγούδια κλπ.) του χωριού τάδε μπορεί να μιλήσει κανείς, ούτε καν για την φορεσιά της περιοχής. Μόνο όταν θα γίνει καταγραφή χωριό προς χωριό θα μπει σε σωστή βάση η έρευνα (όπως έκαναν πρόσφατα στην μουσική το Λύκειο και το Πελοποννησιακό Ίδρυμα), μέχρι τότε οι δίσκοι του τύπου«Τραγούδια της Μακεδονίας» ή «της Ηπείρου» θα αποπροσανατολίζουν το κοινό.

Η αδυναμία γενικευμένης αντιμετώπισης της φορεσιάς φαίνεται αμέ­σως από το πρόβλημα της ορολογίας. Για να αναφερθεί κανείς σε ένα τμήμα της φορεσιάς πρέπει να το κατονομάσει. Όμως πολλές φορές, το ίδιο ακριβώς κομμάτι εμφανίζεται με διαφορετική ονομασία σε διαφορετικές περιοχές ή χωριά. Άλλες φορές, με την ίδια ονομασία αποκαλούνται εντελώς διαφορετικά κομμάτια. Το ίδιο φαινόμενο παρουσιάζεται στους χορούς, γι' αυτό δεν έχει νόημα η ερώτηση που θέτουν συνήθως οι αδαείς: «πόσοι είναι οι ελληνικοί χοροί;». Μόνο λοιπόν αν μπορούσαμε από τις διάφορες μονογραφίες (μία μελέτη για το κάθε χωριό) να συντάξουμε έναν «ενδυματο­λογικό χάρτη της Ελλάδας» (με τους πρόσφυγες στην αρχική τους γεωγραφι­κή θέση) θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τις ευρύτερες περιφέρειες και τις γραμμές επιροής.

Για να διευκολυνθεί η μελέτη, επιχειρήθηκε μια πρόχειρη κατάταξη των τοπικών φορεσιών σε κατηγορίες. Μια τέτοια κατάταξη εξαρτάται από τις βασικές αρχές που θα δεχθεί κανείς. Η Πόπη Ζώρα και η Ιωάννα Παπαντωνίου χρησιμοποίησαν την γεωγραφική διαίρεση σε ορεινές, πεδινές, νησιώτικες και αστικές. Η Αγγελική Χατζημιχάλη ακολούθησε την μορφολογική διαίρεση σε τρεις κατηγορίες για τις γυναικείες φορεσιές και δύο για τις αντρικές χρησιμοποιώντας σαν χαρακτηριστικό γνώρισμα το αντίστοιχο κομμάτι: καβάδι, σιγκούνι, φουστάνι, φουστανέλα και βράκα.

Επειδή είναι το ίδιο δύσκολο να μιλήσουμε γενικά για την ελληνική φορεσιά, όσο και το να μιλήσουμε χωριστά για την κάθε μία από τις αμέτρητες τοπικές φορεσιές, θα παρουσιάσουμε παρακάτω μερικά χαρακτη­ριστικά κομμάτια ή θέματα. Εννοείται βέβαια ότι το θέμα της φορεσιάς — που η κατασκευή, η συντήρησή της και η κουβέντα γύρω απ' αυτήν απασχολούσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μιας γυναίκας — είναι τόσο πλούσιο από κάθε άποψη που κάθε συνοπτική και μονόπλευρη παρουσίαση το αδικεί.

Τα πουκάμισα

Το πουκάμισο είναι κοινό κομμάτι σε όλες τις φορεσιές, αντρικές ή γυναικείες, και το τελευταίο που διατηρήθηκε έστω και φορεμένο κάτω από τα δυτικά ρούχα. Είναι φτιαγμένο από μπαμπακερό ύφασμα, αλλά και λινό ή μεταξωτό, ανάμεικτα με καννάβι ή μαλλί. Συνήθως είναι άσπρο, πάντα κλειστό με άνοιγμα για τον λαιμό, συχνά μανικωτό. Αποτελείται από ένα μονοκόμματο τμήμα (μάνα) μπρος και πίσω, του οποίου το πλάτος εξαρτάται από το πλάτος του αργαλειού, με πλαϊνά κομμάτια (λαγκιόλια) ή σούρα. Κατασκευάζεται στο σπίτι, μόνο στις πόλεις είναι αγοραστό. Η διακόσμησή του είναι υφαντή, κεντητή ή πρόσθετη στα σημεία που φαίνονται, κυκλική γύρω από τον ποδόγυρο, την τραχηλιά και τα ακρομάνικα, κατακόρυφη όταν ακολουθεί τις ραφές. Στις άκρες μπορεί να έχει κρόσσια, κορδέλες ή δαντέλες.

Φοριέται κατάσαρκα, ή πάνω στην φανέλα από τους άντρες. Τοπουκάμισο είναι το πιο προσωπικό από τα τμήματα μιας φορεσιάς, γι' αυτό δεν αλλάζει μορφή ανάλογα με την κοινωνική θέση του ατόμου. Συχνά φέρει μικρά σημάδια του ιδιοκτήτη, λουλουδάκια, μονόγραμμα ή αποτρεπτικά. Σ' αυτό καρφιτσώνονται τα φυλακτά ή τα ξόρκια που προφυλάσσουν τον γαμπρό από το «δέσιμο», δηλαδή την σεξουαλική ανικανότητα που μπορεί να προκαλέσουν οι εχθροί του στον γάμο. Το ματωμένο πουκάμισο της νύφης το δείχνουν στο παράθυρο ή στην πεθερά, ή το πηγαίνουν στον πεθερό που περιμένει στο καφενείο. Αλλού το πυροβολούν θριαμβευτικά ή το χορεύουν.

Οι επενδύτες

«Επενδύτης» είναι μια επίπλαστη ονομασία που δίνουμε για να μην προτιμήσουμε μια από τις τοπικές ονομασίες που δηλώνουν αντίστοιχες παραλλαγές. Τέτοιες είναι: καβάδι, αντερί, καπλαμάς, σαγιάς, καφτάνι, σιγκούνι και πολλές άλλες. Περιγράφουμε παρακάτω τα γενικά χαρακτηριστι­κά του ρούχου αυτού, σημειώνοντας συγχρόνως ότι για το καθένα χαρακτη­ριστικό δεν λείπουν οι εξαιρέσεις.

Το κόψιμο είναι παρόμοιο με του πουκάμισου με την διαφορά ότι, αντί για την κλειστή τραχηλιά, έχει κατακόρυφο άνοιγμα μπροστά. Αποτελείται από τη μάνα μπρος-πίσω, τα λαγκιόλια στα πλάγια, και τα μανίκια. Αντίθετα με το πουκάμισο, ράβεται από ειδικό μάστορα, τον τερζή, που βάφει το ύφασμα, το κόβει, το ράβει και το κεντάει με το ειδικό τερζήδικο κέντημα. Στο κέντημα αυτό, ένα χρυσό ή χρωματιστό κορδόνι (γαϊτάνι) ράβεται πάνω στην τσόχα σε σπειροειδή σχέδια. Το ύφασμα είναι βαμβακερό, υφαντό ή μάλλινο (σαγιάκι), αλλά και από διάφορα αγοραστά υφάσματα, με φλόκους εσωτερικά ή φορδαρισμένο. Το μήκος εμφανίζεται αρχικά μεγάλο, φτάνει μέχρι τον αστράγαλο, με τάση να κονταίνει με τον χρόνο. Το χρώμα, αρχικά λευκό, γίνεται λουλακί, μπλε ή μαύρο.

Στολίζεται στα πιο εμφανή σημεία, κυρίως στις άκρες, με κέντημα ή με πρόσθετα κομμάτια ύφασμα. Όταν είναι αμάνικο ή κοντομάνικο, τότε δίνεται περισσότερη έμφαση στο στόλισμα των μανικιών του πουκαμίσου που προεξέχουν. Αποτελεί το κεντρικό κομμάτι της φορεσιάς, γι' αυτό σημειώνει την συγκινησιακή κατάσταση της γυναίκας: ανασκουμπωμένο στον χορό και κατεβασμένο στην λύπη ή στην εκκλησία.

Τα φορέματα

Ο κύριος σκοπός του φορέματος είναι να καλύπτει το σώμα από την μέση και κάτω. Μπορεί να έχει πανωκόρμι μονοκόμματο, ανοιχτό στην μέση, ή με τιράντες, μανικωτό ή αμάνικο. Όταν δεν έχει, τότε λέγεται φούστα. Υπάρχουν και εδώ πάρα πολλές παραλλαγές στο σχέδιο και στην ονομασία: φουστάνι, φόρεμα, τσούκνα, βελέσι, σάρτζα κλπ. Φοριέται πάνω από το πουκάμισο.

Η φούστα είναι από μονοκόμματο ύφασμα ή από πολλά κομμάτια οριζόντια ή κατακόρυφα. Ο ποδόγυρος είναι κεντητός, ή από πρόσθετο κομμάτι διαφορετι­κού χρώματος. Σε ορισμένα μέρη φοριώνται πολλές φούστες η μια πάνω στην άλλη. Ιδιαίτερη φροντίδα δίνεται για τις πτυχές της φούστας (δίπλες, πάστες),που πλένονται ραμμένες μαζί και στεγνώνουν κρεμασμένες με βαρίδι. Το περισσότερο κέντημα είναι στον κόρφο, είναι όμως γυναικείο κέντημα, όχι τερζήδικο. Το κέντημα της φούστας μπορεί να είναι διακριτικό γνώρισμα της παντρεμένης από την ανύπαντρη, ή ακόμα να δίνει περισσότερες πληροφορίες για την κοινωνική θέση της γυναίκας. Το φουστάνι είναι το κατ' εξοχήν γυναικείο ένδυμα, όπως φαίνεται κι από τις σημερινές εκφράσεις «κυνηγάει τον ποδόγυρο», «φόρεσε φουστάνια». Στον χορό το φουστάνι υπογραμμίζει τις κινήσεις των γοφών και τις στροφές. Παράλληλα όμως κρύβει τις κινήσεις των ποδιών ώστε οι γυναίκες να μην χρειάζεται να κάνουν πολύπλοκα βήματα.

Οι ποδιές

Αρχικά, η ποδιά είναι ένα εξάρτημα με την σαφή πρακτική χρησιμότητα να προφυλάσσει το μπροστινό κάτω τμήμα της φορεσιάς, που είναι περισσότερο εκτεθειμένο στο λέρωμα και την φθορά. Αυτές οι ποδιές φτιάχνονται από ένα απλό κομμάτι ύφασμα, μπαμπακερό ή μάλλινο, συνήθως με τσέπες και σπάνια με κανένα στολίδι. Τέτοιες ποδιές φορούν και οι άντρες όταν χρειάζεται, μάλιστα σε ορισμένα επαγγέλματα είναι απαραίτητες, όπως η ποδιά του γανωτζή ή η δερμάτινη ποδιά του σιδερά. Ειδικά για τον γάμο, σε ορισμένα μέρη φοριέται μια χαρακτηριστική ποδιά από αυτούς που ανέλαβαν να κερνούν τους καλεσμένους (τα μπρατίμια).

Υπάρχει όμως και μια άλλη ποδιά για τις γυναίκες, η γιορτινή, που δεν έχει κανένα πρακτικό σκοπό αλλά είναι αποκλειστικά διακοσμητική. Η ποδιά σαν τμήμα της γιορτινής φορεσιάς συνηθίζεται σε όλες σχεδόν τις ηπειρωτικές περιοχές, αλλά ελάχιστα στα νησιά. Επειδή ακριβώς αποτελεί ένα πρόσθετο κομμάτι, και μάλιστα σε πολύ εμφανές σημείο του σώματος, προσφέρεται ιδιαίτερα για την έκφραση της αισθητικής δημιουργικότητας των γυναικών. Το σχήμα της την προσομοιάζει με ζωγραφικό πίνακα. Πάνω στην επιφάνεια αυτή αποκρυσταλλώνε­ται η συμβολική εικόνα με την οποία διαφοροποιείται το ένα χωριό από το άλλο: η ποδιά είναι ένα είδος σημαίας.

Κατασκευαστικά, η ποδιά έχει είτε ορθογώνιο είτε τραπεζοειδές σχήμα. Το ορθογώνιο αποτελείται από ένα ή δύο φάρδη υφάσματος ραμμένα κατακόρυφα ή οριζόντια. Το τραπεζοειδές σχηματίζεται από ένα ορθογώνιο τμήμα με την προσθήκη δύο τριγωνικών κομματιών στα πλάγια. Δένει στην μέση με ένα κορδόνι ή μάλλινο γαϊτάνι και στολίζεται στον περίγυρο με τρέσες, δαντέλες, κρόσσια, φραμπαλά κλπ., Χρησιμοποιούνται όλων των ειδών τα υφάσματα; από το χοντρό υφαντό μέχρι το πιο πολυτελές αγοραστό. Στο επάνω μέρος μπορεί να υπάρχει ένα ιδιαίτερο κομμάτι ύφασμα εκεί που ακουμπάει η πόρπη της ζώνης, για να μην φθείρεται. Η ποικιλία στα χρώματα είναι επίσης πολύ μεγάλη, εναρμονισμένη όμως με τα χρώματα της υπόλοιπης φορεσιάς. Το ράψιμο και το κέντημα γίνεται σχεδόν πάντα από τις γυναίκες, σπάνια από τους ραφτάδες. Νεότερες ιστορικά ποδιές έχουν σχέδια κεντημάτων παρμένα από ξενόφερτα τετράδια, τις λεγόμε­νες καλλιγραφίες.

Τα κεφαλοδέματα

Τα στολίσματα των μαλλιών και του κεφαλιού είναι τόσο ποικίλα που δύσκολα επιτρέπουν γενίκευση. Συνήθως καλύπτουν όλο το κεφάλι αφήνον­τας ελεύθερο μόνο το πρόσωπο, στην νυφική φορεσιά είναι σκεπασμένο κι αυτό μέχρις ότου η πεθερά ή ο γαμπρός αποκαλύψουν τελετουργικά την νύφη.

Οι φορεσιές μένουν, αλλά τα μαντηλοδέματα ήταν ολόκληρη τέχνη που στις περισσότερες φορές έχει σήμερα χαθεί γιατί δεν μεταδόθηκε στις νεότερες γυναίκες. Ο στολισμός του κεφαλιού της νύφης ήταν η πιο περίτεχνη εργασία, γι’ αυτό την αναλάμβαναν οι εμπειρότερες γυναίκες του χωριού. Ο γενικός κανόνας είναι να τονίζεται σαφώς η διαφορά ανάμεσα στο κεφαλόδεμα της ελεύθερης και της παντρεμένης, υπάρχουν όμως διακριτι­κές παραλλαγές ανάλογα με την φάση της ζωής της γυναίκας. Τις φάσεις αυτές, που προσδίδουν την αντίστοιχη κοινωνική θέση και αναγνώριση, μπορούμε να ορίσουμε προσεγγιστικά ως εξής: βρέφος, κοριτσάκι, στο νυφοπάζαρο, αρραβωνιασμένη, νύφη, παντρεμένη, ηλικιωμένη, με δύο παι­διά, σε πένθος, χήρα. Κάθε φάση υποδηλώνεται από την φορεσιά, αλλά ιδιαίτερα από τον κεφαλόδεσμο. Επί πλέον βέβαια υπάρχουν οι παραλλαγές ανάλογα με την περίσταση: στο σπίτι, στην γειτονιά, στο χωράφι, στην γιορτή, στην εκκλησία, το χειμώνα, το καλοκαίρι κλπ.

Το χτένισμα στα χωριά είναι σχεδόν πάντα το ίδιο, τα μαλλιά πλέκονται σε δύο κοτσίδες. Πριν από τον γάμο οι κοτσίδες κρέμονται στην πλάτη, ενώ οι παντρεμένες μπορούν να τις γυρίζουν πάνω στο κεφάλι σε διάφορα σχέδια. Οι κοτσίδες της νύφης πλουμίζονται με φλουριά, κοσμήματα, γαϊτάνια, λουλούδια και άλλα στολίδια. Στην κορυφή του κεφαλιού στερεώνεται το χαρακτηριστικό γνώρισμα της παντρεμένης, ένα διπλωμένο μαντήλι ή τυλιγμένο πανί που έχει σκοπό να εμφανίσει υπερυψωμένο το συνολικό χτένισμα. Στο μέτωπο κρέμεται μια κορδέλα με ή χωρίς νομίσματα. Από πάνω δένονται τα διάφορα μαντήλια. Αλλού φοριέται μικρό καλπάκι ή φέσι.

Μαντήλια γενικά λέγονται αυτά που έχουν τετράγωνο σχήμα, ενώ οι μπόλιες είναι στενόμακρες. Το τσεμπέρι είναι ένα μεγάλο μαντήλι από λεπτό ύφασμα, ενώ το φακιόλι είναι αυτό που δένεται κάτω από το κυρίως μαντήλι. Τα μεταξωτά μαντήλια λέγονται «καλαμάτες», τα βαμβακερά σταμπωτά «πολίτικα», τα μάλλινα λουλουδένια «λαχούρια», τα μεγάλα μεταξωτά «σπαλέτα», υπάρχουν όμως αμέτρητες παραλλαγές και ονομασίες. Τα πολύ απλά φτιάχνονται στο σπίτι, τα περισσότερα όμως τα φέρνουν οι πραματευτάδες ή οι ξενητεμένοι. Το μαντήλι γενικά είναι ένα εύχρηστο δώρο που συνηθίζεται πολύ. Η νύφη προσφέρει μικρά μαντήλια στους καλεσμένους του γάμου, στα μαντηλώματα. Οι άντρες το δένουν στον λαιμό στις γιορτές ή το κρεμούν στη μέση. Στον χορό μεσολαβεί ώστε να μην πιάνονται από το χέρι άντρας με γυναίκα, μ' αυτό κρατιέται από τον δεύτερο αυτός που σέρνει ώστε να κάνει εύκολα στροφές, και μαντήλι ανεμίζει με το δεξί του χέρι.

Βράκα

Φοριέται από τους άντρες στα νησιά και σε παράλιες περιοχές. Δένεται στην μέση και στα μπατζάκια που φτάνουν κάτω από το γόνατο, και στη μέση είναι πολύ φαρδιά με μεγάλη φουφούλα. Η φουφούλα είναι δείγμα πολυτέλειας και μπορεί να φτάνει σχεδόν μέχρι το έδαφος. Η καθημερινή βράκα λέγεται και κάρτσα, είναι από εγχώριο μάλλινο ύφασμα του τελάρου (ρασά) ή μπαμπακερό ή σατέν, σε χρώμα μαύρο ή μπλε σκούρο. Η σχολιανή βράκα μπορεί να έχει ελαφρά ανοιχτότερο μπλε χρώμα, να είναι από τσόχα (οπότε λέγεται χιαλβάρι), και να είναι στολισμένη με γαϊτάνι στις ραφές, οπότε ράβεται από τερζή όπως το γιλέκι και το μεϊντάνι. Όταν λέγεται στον πληθυντικό σημαίνει ολόκληρη την αντρική φορεσιά. Με τον ανταγωνισμό του ευρωπαϊκού παντελονιού, η βάρκα άρχισε να γίνεται πιο εφαρμοστή και στην Κρήτη αντικαταστάθηκε από την κυλότα.

Φουστανέλλα

Στην ηπειρωτική Ελλάδα η πιο συνηθισμένη αντρική φορεσιά αποτελεί­ται από την πουκαμίσα, ένα απλό ρούχο με μανίκια που φοριέται πάνω από το εσωτερικό ποκάμισο, κουμπώνει μπροστά, και μπορεί να φτάνει μέχρι τα γόνατα. Καθώς η μέση σφίγγεται με το ζωνάρι, η πουκαμίσα ανοίγει προς τα κάτω και σχηματίζει δίπλες στον ποδόγυρο. Οι δίπλες αυτές είναι ένδειξη πολυτέλειας και στην προσπάθεια να γίνουν όσο το δυνατόν περισσότερες δημιουργήθηκε σταδιακά ένα ιδιαίτερο ρούχο, η φουστανέλλα. Αποτελείται από τριγωνικά κομμάτια υφάσματος (λαγκιόλια) από σπιτικό υφαντό, κάμπο-το, ή χασέ. Τα λαγκιόλια ράβονται ανά έξη και σχηματίζουν μια μάνα ή λόξα. Οι λόξες ράβονται σουρωμένες πάνω σε ένα διπλωμένο κομμάτι ύφασμα, μέσα από το οποίο περνιέται ένα κορδόνι που σφίγγει στη μέση. Μια πλούσια φουστανέλλα μπορεί να έχει μέχρι 400 λαγκιόλια, χρειάζεται δηλαδή σχεδόν ένα τόπι ύφασμα για να γίνει. Όταν είναι από χοντρό ύφασμα του αργαλειού χρειάζεται πανωκόρμι για να κρατάει το βάρος της, οπότε λέγεται κορμοφουστανέλλα. Μετά το πλύσιμο κρεμιέται για να στεγνώσει με ραμμένο τον ποδόγυρο ώστε να διατηρηθούν οι δίπλες. Η φουστανέλλα είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή στον χορό γιατί δίνει έμφαση στις στροφές και στα πηδήματα.