Τα όργανα
Το μουσικό όργανο είναι το εργαλείο του μουσικού, όπως για τον χορευτή είναι το ίδιο του το σώμα: Πρέπει να ξέρει τις δυνατότητές του για να μπορεί να τις εκμεταλλευτεί πλήρως. Αυτό ισχύει για κάθε μουσικό, ο παραδοσιακός όμως οργανοπαίχτης δεν σταματάει εκεί. Δεν αρκείται στο να εξαντλήσει τις δυνατότητες του οργάνου με την δεξιοτεχνία του αλλά, επειδή είναι συνήθως και κατασκευαστής του, προσπαθεί συνεχώς να τις επεκτείνει. Πρόκειται για ένα είδος έμμονης ιδέας που κατέχει τους πραγματικούς παραδοσιακούς οργανοπαίχτες και τους κάνει να ασχολούνται συνέχεια με την κατασκευή του οργάνου τους και να ψάχνουν να την βελτιώσουν, ακόμα και όταν πρόκειται για τα σύγχρονα τυποποιημένα όργανα. Είναι λοιπόν κανόνας ότι ποτέ δύο παραδοσιακά όργανα δεν είναι εντελώς όμοια, ακόμα και αν είναι φτιαγμένα από τον ίδιο οργανοπαίχτη.
Η κατασκευή ενός οργάνου απαιτεί ορισμένες ειδικευμένες γνώσεις που τις αποκτά ο οργανοπαίχτης από τον μάστορή του μαζί με τον τρόπο παιξίματος και τις συμπληρώνει κατόπιν ρωτώντας άλλους, αντιγράφοντας, ή αυτοσχεδιάζοντας. Πρέπει να ξέρει τι είδος ξύλο (ή δέρμα, ή έντερο, ή καλάμι) είναι το πιο κατάλληλο για το κάθε μέρος του οργάνου, ποια εποχή του χρόνου πρέπει να κοπεί, πώς να το ξεράνει και να το κατεργαστεί, πώς να του δώσει το κατάλληλο σχήμα και πώς να το ταιριάσει με τα άλλα μέρη του οργάνου. Μόνο λίγες από τις λεπτομέρειες αυτές θα αναφέρουμε παρακάτω χαρακτηριστικά.
Οι οργανοπαίχτες συναντιώνται στα πανηγύρια και στα καφενεία και ανταλλάσσουν πληροφορίες ή «κλέβουν» ο ένας από τον άλλο. Έτσι στην κάθε περιοχή δημιουργείται μια «σχολή» στην κατασκευή των οργάνων, που συνεχίζεται και εμπλουτίζεται με τους πειραματισμούς των οργανοπαιχτών. Γνώμονας όμως είναι πάντα το γούστο των χωρικών, που δεν αποδέχονται εύκολα έναν νεωτερισμό στον ήχο ή το παίξιμο.
Όταν ο οργανοπαίχτης μαζέψει αρκετά χρήματα, μπορεί να αγοράσει ένα έτοιμο όργανο φτιαγμένο από ειδικό τεχνίτη. Τον παλιό καιρό που τα χωριά ήταν πολύ φτωχά, η αξία ενός οργάνου που θα το έφερναν από την πόλη αντιπροσώπευε ένα σημαντικό έξοδο. Αυτό είχε την προϋπόθεση ότι ο οργανοπαίχτης ήταν ήδη αρκετά καλός ώστε να τον καλούν σε διασκεδάσεις για να αποσβέσει την δαπάνη. Άλλη προϋπόθεση ήταν βέβαια να ξεπεραστούν οι αντιδράσεις της οικογενείας του, γιατί η δουλειά του οργανοπαίκτη θεωρείται συνδεδεμένη με την άστατη ζωή και συχνά παρακατιανή εφόσον την κάνουν οι γύφτοι. Εννοείται ότι πάντα πρόκειται για δεύτερη απασχόληση, όχι μόνο γιατί δεν βγάζει αρκετά λεφτά αλλά και γιατί δεν μπορεί κανείς να κάθεται τις περιόδους που δεν γίνονται γάμοι και πανηγύρια.
Οι ονομασίες των οργάνων ποικίλλουν πολύ στις διάφορες περιοχές της χώρας. Παρακάτω αναφέρουμε τις πιο διαδεδομένες ονομασίες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι γενικευμένες, δεν υπάρχει άλλωστε γενικευμένη ονοματολογία σε ολόκληρο τον χώρο της παραδοσιακής ζωής. Γι' αυτό, όταν κανείς αναφέρεται σε ένα όργανο ή στα μέρη του, το σωστό είναι να χρησιμοποιεί τους όρους της περιοχής στην οποία αναφέρεται, που μπορεί να τους μάθει ρωτώντας τους παλιούς οργανοπαίχτες.
Θα παρατηρήσει κανείς ότι οι περισσότερες λέξεις στα όργανα είναι τουρκικές ή αραβοπερσικές. Αυτό οδήγησε τους λαογράφους που δεν έχουν γνώσεις εθνολογίας να αμφιβάλλουν για την ελληνικότητα των οργάνων, και γενικά της παραδοσιακής μουσικής. Άλλοι προσπάθησαν να τα μετονομάσουν επί το ελληνοπρεπέστερον, ή ακόμα και να τα εξευρωπαΐσουν. Επιστημονικά όμως είναι λάθος να συγχέει κανείς την προέλευση ενός πράγματος με την προέλευση του ονόματός του.
Αποδεικνύεται βέβαια ότι τα περισσότερα από τα παραδοσιακά όργανα ήταν γνωστά από τους βυζαντινούς ή από τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι ενδεχομένως τα είχαν πάρει από άλλους λαούς. Αλλά αυτό δεν έχει τόση σημασία όση το γεγονός ότι τα όργανα αυτά υιοθετήθηκαν από τον ελληνικό λαό, δεν του επεβλήθηκαν, και αφομοιώθηκαν σε βαθμό που να μεταδίδονται από γενιά σε γενιά επί αιώνες. Οι ονομασίες λοιπόν αποτελούν μέρος της παράδοσης, όσο και τα ίδια τα όργανα, και πρέπει να διατηρούνται ανεξάρτητα από την αρχική τους προέλευση.
Παρακάτω αναφέρουμε συνοπτικά τα μουσικά όργανα που χρησιμοιούνται στην ελληνική παραδοσιακή μουσική. Περισσότερες λεπτομέρειες για τα όργανα και την κατασκευή τους μπορεί κανείς να βρει στα λίγα σχετικά βιβλία που αναφέρουμε στη βιβλιογραφία, και ιδιαίτερα στο βιβλίο του Φ. Ανωγειανάκη. Αρχίζουμε από τα πιο απλά στην κατασκευή και καταλήγουμε στα πιο πολύπλοκα, που είναι αγοραστά. Ορισμένα από αυτά (όπως το κλαρίνο) δεν έχουν από κατασκευής την δυνατότητα να παίζουν τις νότες της ελληνικής μουσικής, είναι όμως τόσο διαδεδομένα που έχουν πια πολιτογραφηθεί. Θα παραλείψουμε πολλά όργανα που περιορίζονται σε στενό τοπικό κύκλο (όπως το ακορντεόν των Ελλήνων της Βόρειας Θράκης ή οι κορνέτες της Δυτικής Μακεδονίας), και άλλα που δεν έχουν σχέση με τον χορό, (όπως τα κουδούνια, οι σφυρίχτες, ή τα όργανα - παιχνίδια) παρά μόνο στις Αποκριές.
Ντέφι
Αρχίζουμε με το όργανο που είναι το πιο απλό στην κατασκευή και το πιο εύκολο στο παίξιμο, το ντέφι. Είναι ένας ρηχός κύλινδρος σκεπασμένος από την μια πλευρά με ένα τεντωμένο δέρμα. Η διάμετρος του μπορεί να είναι από 20 έως 60 εκατοστά, και από αυτήν κυρίως εξαρτάται ο ήχος του. Στην περιφέρεια έχει συνήθως ζίλια, δηλαδή ζευγάρια από μπρούτζινους δίσκους που κουδουνίζουν στο κάθε χτύπημα. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί οποιοδήποτε δέρμα: πρόβατο, κατσίκι ή σκυλί. Για μεγαλύτερα όργανα προτιμάται το δέρμα από κατσίκα ή, ακόμα καλύτερα, από λύκο ή γάιδαρο. Παίζεται κρατώντας το με το αριστερό χέρι και χτυπώντας το με την δεξιά παλάμη, τα δάχτυλα ή άλλο μέρος του σώματος.
Είναι όργανο γνωστό σε όλη την Ελλάδα. Συνοδεύει όλα τα όργανα ή παίζεται μόνο του για να δίνει ρυθμό στο τραγούδι και στον χορό. Ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο στα παράλια μέρη και στη Μικρά Ασία, όπου το χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες όταν διασκέδαζαν μεταξύ τους. Στην Ήπειρο έχουν μεγάλα ντέφια με βαθύ ήχο, στην Μακεδονία ακόμα μεγαλύτερα που τα λένε νταχαρέδες ή νταϊρέδες. Στην Κύπρο φτιάχνουν το ντέφι από πλαίσιο κόσκινου και το λένε τσαμπουτσά.
Τουμπελέκι
Το τουμπελέκι είναι ένα πήλινο ή μεταλλικό δοχείο στενό στη μέση, σαν στάμνα ανοιχτή επάνω και κάτω. Στον επάνω λαιμό, που είναι ο μεγαλύτερος, τεντώνεται με σχοινιά το δέρμα, ενώ ο κάτω λαιμός μένει ανοιχτός. Παίζεται με τα δύο χέρια, στερεωμένο ανάμεσα στους μηρούς ή στην αριστερή μασχάλη ή κρεμασμένο από τον ώμο. Λέγεται και ταραμπούκα ή στάμνα. Συνηθίζεται στην Θράκη και στην Μακεδονία, καθώς και στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Συνοδεύει οποιοδήποτε άλλο όργανο, στις ζυγιές και στις κομπανίες. Είναι ιδιαίτερα κατάλληλο για γρήγορους ρυθμούς.
Όπως σε όλα τα μεμβρανόφωνα όργανα, οι δυνατοί και βαθείς ήχοι παράγονται χτυπώντας στο κέντρο της κυκλικής μεμβράνης, ενώ οι πιο αδύνατοι και ξεροί ήχοι χτυπώντας κοντά στην περιφέρεια. Γι' αυτό, αυτός που παίζει τουμπελέκι κρατάει με το δεξί του χέρι τον πρωτεύοντα ρυθμό, ενώ με το αριστερό του χέρι χτυπάει τους δευτερεύοντες ρυθμούς που εμπλουτίζουν την ρυθμική δομή. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για τον χορευτή, για τον οποίο το δυνατό χτύπημα του δεξιού χεριού δείχνει το πρώτο πάτημα του χορευτικού βηματισμού, ενώ τα δευτερεύοντα χτυπήματα δηλώνουν τα ενδιάμεσα βήματα και τις άλλες μικροκινήσεις.
Τούμπανο
Το σχήμα του είναι κυλινδρικό, έχει δέρμα τεντωμένο και στις δύο πλευρές, και παίζεται όχι με γυμνά χέρια αλλά με δύο ξύλα. Είναι το πιο διαδεδομένο όργανο ρυθμού και εμφανίζεται με διάφορους τρόπους κατασκευής και μεγέθη, ανάλογα με την περιοχή και τον οργανοπαίχτη (τουμπανιάρη). Στα περισσότερα μέρη της Ελλάδας συναντάται στο μεγαλύτερο μέγεθος και λέγεται νταούλι.
Το ύψος του φτάνει τα 60 εκ. και η διάμετρός του το 1 μέτρο. Ο κυλινδρικός σκελετός κατασκευάζεται από ξύλο και έχει μικρές τρύπες για να ξεθυμαίνει ο αέρας που είναι κλεισμένος μέσα. Το κάθε δέρμα τεντώνεται πάνω σε ένα στεφάνι και μετά τα δύο στεφάνια προσαρμόζονται στις πλευρές και δένονται μεταξύ τους με σχοινί. Σφίγγοντας το σχοινί μπορεί κανείς να «κουρντίσει» το τούμπανο, να τεντώσει δηλαδή περισσότερο τα πετσιά, φροντίζοντας να τεντώσει περισσότερο την κάτω πλευρά και λιγότερο την επάνω. Παίζεται με δύο ξύλα, τα νταουλόξυλα ή τουμπανόξυλα, από τα οποία το ένα είναι πιο χοντρό και λέγεται κόπανος, ενώ το άλλο πιο λεπτό και λέγεται βέργα.
Ο νταουλιέρης παίζει όρθιος, με το νταούλι κρεμασμένο μπροστά του από τον αριστερό του ώμο με ένα λουρί ώστε η πάνω πλευρά να βρίσκεται δεξιά του. Το δεξί του χέρι είναι ελεύθερο και κρατάει τον κόπανο, ενώ το αριστερό ακουμπάει στην αριστερή στεφάνη και κρατάει την βέργα. Με την άκρη του κόπανου χτυπάει στο κέντρο της δεξιάς πλευράς βγάζοντας έτσι έναν βαθύ, δυνατό ήχο που δίνει τον πρωτεύοντα ρυθμό. Με το αριστερό του χέρι χτυπάει την βέργα στην αριστερή πλευρά, όχι με την άκρη της αλλά με όλο της το μήκος, παράγοντας έτσι έναν πιο αδύνατο ξερό ήχο, που επαναλαμβάνεται γρήγορα.
Το χτύπημα του νταουλιού έχει πρωταρχική σημασία για τον χορευτή γιατί από αυτό οδηγείται στα πατήματά του. Το μέγεθος πρέπει να είναι μεγάλο για να ακούγεται καλά στις υπαίθριες γιορτές και να μην αφήνει το κέφι να πέσει. Η κατασκευή πρέπει να είναι γερή ώστε να επιτρέπει καλό τέντωμα των δερμάτων. Οι καλοί νταουλιέρηδες πετυχαίνουν έναν ήχο εναρμονισμένο με το όργανο που συνοδεύουν. Οι δυο πλευρές πρέπει να παίζουν διαφορετικά, σαν να πρόκειται για δυο χωριστά όργανα. Δεξιά είναι ο πρωτεύων ρυθμός που χαράζει τον δρόμο, χωρίς όμως να είναι μονότονος. Αριστερά, η βέργα εμπλουτίζει συνεχώς την ρυθμική δομή αναλύοντάς την με διάφορους τρόπους. Ο αρχάριος χορευτής ακούει τον κόπανο, ενώ ο πεπειραμένος χορευτής κουβεντιάζει με την βέργα.
Σήμερα, με την υποχώρηση της ζυγιάς (ζουρνάς - νταούλι, ή γκάιντα -νταούλι), οι καλοί νταουλιέρηδες είναι ελάχιστοι. Σε πολλές περιοχές χρησιμοποιούν τούμπανα μικρότερου μεγέθους που είναι πιο εύχρηστα και ευκολότερα στο παίξιμο, όπως το ταμπούρλο στην στεριά και το τουμπί στα νησιά. Αυτά παίζονται με τα χέρια ή με τουμπόξυλα, αλλά από την μία μόνο πλευρά, και συνοδεύουν όλα τα τοπικά όργανα ή το τραγούδι.
Φλογέρα
Από τα «καλάμια», όπως λέγονται γενικά τα πνευστά όργανα, η φλογέρα είναι σχετικά εύκολη στην κατασκευή αλλά αρκετά δύσκολη στο παίξιμο. Η πιο απλή γίνεται από ένα κομμάτι καλάμι, έχει μήκος μια πιθαμή και έχει συνήθως 6 τρύπες εμπρός και μια πίσω. Περισσότερη δουλειά έχουν οι φλογέρες που γίνονται από σκαλιστό ξύλο, όπου πρέπει να σκαφτεί με υπομονή το εσωτερικό ενός κλαδιού και να ανοιχτούν οι τρύπες στα κατάλληλα σημεία. Πολύτιμες φλογέρες θεωρούνται αυτές που είναι φτιαγμένες από κόκαλο φτερούγας όρνιου γιατί έχουν κελαϊδιστό ήχο. Οι μεγάλες φλογέρες (τζαμάρες στην Ήπειρο, καβάλια στην Θράκη, σκιπιτάρες στην Εύβοια) φτάνουν το 1 μέτρο μήκος και γίνονται από ξύλο, από μπρουτζοσω-λήνα, ή ακόμα και από κάνη παλιού όπλου.
Η φλογέρα είναι ένας κύλιδρος ανοιχτός στις δύο άκρες. Παίζεται ακουμπώντας την μια άκρη στα χείλια λοξά στα πλάγια και φυσώντας ώστε ο αέρας να χτυπήσει στο τοίχωμα για να βγει ο ήχος. Οι τρεις επάνω τρύπες κλείνονται με τα δάχτυλα του αριστερού χεριού, οι τρεις κάτω με τα δάχτυλα του δεξιού. Με απλό φύσημα παράγονται οι χαμηλοί φθόγγοι, ενώ φυσώντας πιο δυνατά παράγονται οι ίδιοι φθόγγοι μια οκτάβα ψηλότερα. Το κατ' εξοχήν ποιμενικό όργανο από την αρχαία εποχή, η φλογέρα ακούγεται καλύτερα στην ησυχία και δεν προσφέρεται για συνεργασία με άλλα όργανα, γι' αυτό και σπάνια παίζεται σε γιορτές.
Σουραύλι
Το σουραύλι διαφέρει από την φλογέρα στο ότι το ένα άκρο του είναι κλεισμένο με μια τάπα που αφήνει μια μικρή σχισμή από όπου φυσάει κανείς. Λίγο πιο κάτω, είναι κομμένο το στόμα, μια ορθογώνια τρύπα όπως στην σφυρίχτρα. Ακόμα πιο κάτω, όπως η φλογέρα, έχει 5, 6 ή 7 στρογγυλές τρύπες που κλείνονται από τα δάκτυλα καθώς και μια τρύπα πίσω που κλείνεται από τον αντίχειρα. Παίζεται ακουμπισμένο κάθετα στα χείλη και είναι πολύ πιο εύκολο στο φύσημα από την φλογέρα.
Συνηθίζεται στα νησιά (σε μικρό μήκος) και στην Β. Ελλάδα (σε μεγαλύτερο). Στις Κυκλάδες παίζουν δυο διαφορετικά σουραύλια δεμένα μαζί (δισαύλι), ενώ στην Κύπρο παίζουν δυο όμοια σουραύλια (πιθκιαύλια) κρατώντας τα υπό γωνία μεταξύ τους.
Μαντούρα
Ένα τρίτο είδος αυλού, που συναντάται κυρίως στην Κρήτη είναι η μαντούρα. Σ' αυτήν, το ένα άκρο του σωλήνα είναι κλειστό και κάτω από αυτό υπάρχει μια λοξή κοψιά στο καλάμι που σχηματίζει ένα παλλόμενο έλασμα, το γλωσσίδι. Ο μαντουράρης έχει την άκρη του καλαμιού με το γλωσσίδι μέσα στο στόμα του και φυσάει από εκεί. Η μαντούρα γίνεται από λεπτό καλάμι, σε μήκος μέχρι μια πιθαμή, με 4 ή 5 τρύπες. Έχει ήχο διαπεραστικό και συνεχή. Άλλοτε φτιάχνεται σε δύο κομμάτια που το ένα μπαίνει μέσα στο άλλο: ένα μικρό με το γλωσσίδι και ένα μεγάλο με τις τρύπες. Έτσι, όταν χαλάσει το γλωσσίδι δεν αχρηστεύεται ολόκληρη η μαντούρα.
Αντίθετα με το σουραύλι, και ιδιαίτερα με την φλογέρα, το φύσημα στην μαντούρα δεν παρουσιάζει δυσκολία γιατί δεν διαμορφώνεται από τα χείλη του οργανοπαίχτη αλλά από το γλωσσίδι. Ο μαντουράρης φροντίζει απλώς να δίνει μια σταθερή παροχή αέρα κρατώντας φουσκωμένα τα μάγουλά του. Οπότε, το επόμενο βήμα στην εξέλιξη είναι φανερό: να προσθέσει κανείς έναν ασκό στην άκρη της μαντούρας, ώστε να αποθηκεύει μεγάλη ποσότητα αέρα. Φτάνουμε λοιπόν έτσι στην ασκομαντούρα ή τσαμπούνα.
Τσαμπούνα
Η τσαμπούνα είναι διαδεδομένη στα νησιά του Αιγαίου και πολύ λίγο στην υπόλοιπη Ελλάδα. Οι κρητικοί την λένε ασκομπαντούρα, οι πόντιοι τουλούμ ζουρνά. Φτιάχνεται από τομάρι κατσικίσιο ή αρνίσιο, μόνο που το ζώο πρέπει να έχει γδαρθεί προσεκτικά χωρίς να γίνουν κοψιές ή τρύπες. Για να μείνει μαλακό το δέρμα, το αφήνουν να στεγνώσει με αλάτι αρκετές ημέρες και μετά το τρίβουν με στύψη, με ξύδι ή με στάχτη. Κόβουν το τρίχωμα με το ψαλίδι ή το ξυρίζουν, κλείνουν τα ανοίγματα, γυρίζουν το τομάρι ανάποδα και το φουσκώνουν.
Στο ένα πόδι είναι δεμένο το στόμιο (φτιαγμένο από καλάμι, ξύλο ή κόκαλο) από όπου φουσκώνει το τομάρι ο τσαμπουνιάρης. Για να μη φεύγει ο αέρας όταν διακόπτει το φύσημα, κλείνει την τρύπα με τα χείλη του ή διπλώνει το πόδι του τομαριού. Άλλοτε υπάρχει για τον σκοπό αυτό στερεωμένο στο κάτω μέρος του στομίου ένα κομμάτι πετσί ή ένα κρεμμυδόφυλλο που φράζει το στόμιο με την επιστροφή του αέρα. Σε ένα άλλο πόδι του τομαριού είναι δεμένη η κυρίως τσαμπούνα, που αποτελείται από δύο καλάμια με γλωσσίδι τοποθετημένα παράλληλα μέσα σε μια ξύλινη σκάφη που καταλήγει σε χωνί. Τα δύο καλάμια έχουν το ίδιο μήκος (20 εκ. περίπου) και φέρουν από 5 τρύπες για τα δάχτυλα. Άλλοτε, το δεξί καλάμι έχει λιγότερες ή καθόλου τρύπες, ενώ το αριστερό έχει πάντα 5. Οι άκρες με το γλωσσίδι (μπιμπίκια) είναι κινητές ώστε να αλλάζουν όταν φθείρονται, και προσαρμόζονται στην σκάφη στο τμήμα της που είναι μέσα στο ασκί.
Παίζοντας ο οργανοπαίχτης διατηρεί σταθερή την πίεση του αέρα φυσώντας από το στόμιο ή πιέζοντας το ασκί στην μασχάλη του. Παίζει τα δύο καλάμια όχι χωριστά με τα δυο χέρια, αλλά σαν να ήταν ένα, δηλαδή κλείνει με το ίδιο δάχτυλο τις δυο αντίστοιχες τρύπες. Ο ήχος της τσαμπούνας εξαρτάται όχι μόνο από την κατασκευή και την συντήρησή της, αλλά και από τον καιρό, γιατί επηρεάζεται από την υγρασία. Τα μπιμπίκια ετοιμάζονται με πολλή προσοχή για να δίνουν τον ίδιο τόνο, αν και μια μικρή διαφορά μεταξύ τους είναι μια ευχάριστη ιδιομορφία του οργάνου.
Η τσαμπούνα, όπως και η γκάιντα, είναι κατ' εξοχήν χορευτικό όργανο γιατί παίζει δυνατά και αδιάκοπα, με οξύ κελαριστό ήχο που διεγείρει τις αισθήσεις και φέρνει ένα είδος μέθης. Ταιριάζει σε θορυβώδες γλέντι σε ανοιχτό χώρο, και όχι σε οικογενειακή διασκέδαση μέσα σε σπίτι. Δύσκολα συνδυάζεται με τραγούδι ή με άλλα όργανα, συνήθως με τουμπί ή με λύρα. Μπορεί όμως μόνη της να κρατήσει ζωντανό ένα μεγάλο γλέντι για πολλές ώρες, πράγμα δύσκολο για ένα άλλο όργανο.
Γκάιντα
Η γκάιντα είναι κι αυτή ένας άσκαυλος όπως η τσαμπούνα, σε μεγαλύτερο όμως μέγεθος. Διαφέρει στο ότι η μελωδία παίζεται σε μονό αυλό, και όχι διπλό όπως στην τσαμπούνα. Επίσης στο ότι έχει έναν δεύτερο χωριστό αυλό με σταθερό ήχο, το μπουρί όπως λέγεται συνήθως. Αυτό είναι ένας ξύλινος σωλήνας μήκους μισού μέτρου και περισσότερο που χωρίζεται σε τρία τμήματα. Στο πρώτο τμήμα, αυτό που δένεται στο ασκί, εφαρμόζεται εσωτερικά το μπιμπίκι, φτιαγμένο από λεπτό καλάμι κομμένο λοξά για να σχηματιστεί το γλωσσίδι και ξεραμένο στην φωτιά για να μην απορροφά υγρασία. Το μπουρί παίζει συνέχεια την ίδια νότα, ρυθμισμένη μια οκτάβα χαμηλότερα από την τονική της γκαϊντανίτσας.
Ο κυρίως αυλός (γκαϊντανίτσα) έχει 6 ή 7 τρύπες διαφορετικού μεγέθους, είναι κυλινδρικός ή καταλήγει σε χωνί, και έχει κι αυτός ένα μπιμπίκι εφαρμοσμένο στο επάνω μέρος. Εκτός από τις τρύπες που παίζονται με τα δάχτυλα, ο γκαϊντατζής ανοίγει άλλες τρύπες σε διάφορα σημεία του αυλού για να βελτιώσει τον ήχο του. Οι τρύπες αυτές μένουν πάντα ανοιχτές ή βουλώνονται με κερί.
Η γκάιντα είναι διαδεδομένη στην Μακεδονία και στην Θράκη, παλιότερα δε παιζόταν και στην υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα. Γκάιντες με περισσότερα από ένα μπουριά, όπως συναντώνται στην Ν. Ευρώπη και την Σκωτία, δεν είναι γνωστές στην Ελλάδα. Είναι, όπως και η τσαμπούνα, όργανο που προσφέρεται ιδιαίτερα για χορό. Παίζει μόνη της ή συνοδεύεται από νταχαρέ (στην Μακεδονία), νταούλι, ή τουμπελέκι (στην Θράκη).
Ζουρνάς
Ο ζουρνάς ήταν παλιότερα το πιο διαδεδομένο όργανο στην ηπειρωτική Ελλάδα και σε πολλά νησιά. Παίζεται συνήθως από γύφτους και είναι ακόμα σήμερα το βασικό όργανο σε πολλές γιορτές — όπου δεν έχει εκτοπισθεί από το κλαρίνο — από την Πελοπόννησο μέχρι την Μακεδονία. Είναι ένας αυλός σε σχήμα που μοιάζει με χωνί ή καμπάνα. Γίνεται σκαλιστός από σκληρό ξύλο (καρυδιά, οξιά, ελιά, κερασιά κ.ά.,), ή σφυρήλατος από μπρούτζινο φύλλο (με λιγότερο καλή απόδοση). Ζουρνάς λέγεται στην Ρούμελη όπου συνηθίζεται το πολύ μικρό μήκος, 20-30 εκ. Στην Μακεδονία, όπου φτάνει τα 60 εκ., λέγεται και καραμούζα, ενώ στις υπόλοιπες περιοχές λέγεται πίπιζα και είναι μεσαίου μεγέθους. Έχει 7 τρύπες για τα δάχτυλα και 1 για τον αντίχειρα, καθώς και άλλες βοηθητικές.
Το κύριο χαρακτηριστικό του ζουρνά είναι το τσαμπούνι ή πιπίνι. Είναι ένα μικρό κομμάτι από λεπτό καλάμι που η μια του άκρη είναι δεμένη στο πάνω μέρος του ζουρνά. Η άλλη του άκρη τσακίζεται ώστε να γίνει επίπεδη και να σχηματιστούν έτσι δύο εφαπτόμενα γλωσσίδια ανάμεσα στα οποία περνάει ο αέρας και τα κάνει να πάλλονται. Έτσι παράγεται ο ήχος που διοχετεύεται στον αυλό. Το τσαμπούνι είναι πολύ ευαίσθητο και θέλει μεγάλη προσοχή στην κατασκευή του: πρέπει να βρεθεί κατάλληλο καλάμι και να κοπεί ορισμένη εποχή, να ξεραθεί όσο χρειάζεται, να πάρει το σχήμα που ταιριάζει, και να διατηρηθεί έτσι μέχρι να χρησιμοποιηθεί. Ο ζουρνατζής έχει πάντα μαζί του αρκετά ανταλλακτικά πιπίνια γιατί φθείρονται μετά από μερικές ώρες παίξιμο.
Το παίξιμο του ζουρνά είναι ιδιαίτερα κουραστικό γιατί χρειάζεται διαρκές φύσημα. Ο ζουρνατζής έχει τα μάγουλα συνεχώς φουσκωμένα και εισπνέει με την μύτη χωρίς να σταματήσει το φύσημα, πιέζοντας τα χείλη του πάνω στην μεταλλική ροδέλα που έχει το όργανο για τον σκοπό αυτό, την φούρλα. Ο ήχος είναι οξύς και διεγερτικός, κατάλληλος για υπαίθριες διασκεδάσεις. Συνοδεύεται πάντα από νταούλι και συνηθέστερα από δεύτερο ζουρνά, που λέγεται μπασαδόρος και κρατάει το ίσο. Ο πρώτος ζουρνάς παίζει την μελωδία και λέγεται μάστορας ή πριμαδόρος, ενώ ο μπασαδόρος παίζει την τονική και συμπληρώνει την μελωδία όταν παίρνει ανάσα ο μάστορας. Έτσι, μια πλήρης ζυγιά αποτελείται από δύο ζουρνάδες και ένα νταούλι.
Κλαρίνο
Το κλαρίνο εμφανίστηκε στην Ελλάδα υστερότερα από τα προηγούμενα όργανα, στις αρχές του περασμένου αιώνα. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα είδος μεγάλης τσαμπούνας, εφόσον ο αρχικός ήχος παράγεται από μονό γλωσσίδι, όπου οι τρύπες του αυλού κλείνονται με κλειδιά κι όχι απ' ευθείας με τα δάχτυλα. Αρχικά έγιναν προσπάθειες να κατασκευαστούν ντόπιες απομιμήσεις καθώς τα ξενόφερτα κλαρίνα ήταν πολύ ακριβά για τους οργανοπαίχτες, τελικά όμως τα εισαγόμενα επεκράτησαν απόλυτα.
Τα πρακτικά πλεονεκτήματα που προσφέρει το κλαρίνο σε σύγκριση με τα παλιότερα παραδοσιακά πνευστά είναι σημαντικά. Είναι λιγότερο κουραστικό στο φύσημα, έχει δυνατότερο ήχο, είναι πιο ανθεκτικό, αλλά κυρίως έχει πολύ μεγαλύτερες μελωδικές δυνατότητες. Ο κλαριντζής μπορεί να στολίζει την μελωδία παρεμβάλλοντας πρόσθετες νότες και χρησιμοποιώντας ποικίλες τεχνικές, σε τέτοιο βαθμό άλλωστε που συχνά η παραδοσιακή μορφή γίνεται αγνώριστη. Γι' αυτό, το κλαρίνο υιοθετήθηκε και καθιερώθηκε από τους επαγγελματίες οργανοπαίχτες, και μάλιστα έγινε το πρώτο όργανο της κομπανίας, δίπλα στο βιολί, το σαντούρι και το λαούτο.
Πολλοί κλαριντζήδες ξεκίνησαν παίζοντας φλογέρα σαν βοσκοί και αγόρασαν κλαρίνο μόλις μάζεψαν αρκετά λεφτά, πολλοί γύφτοι επίσης άφησαν τον ζουρνά για το κλαρίνο. Έτσι, το κλαρίνο κατέληξε να γίνει συνώνυμο με την δημοτική μουσική της ηπειρωτικής Ελλάδας («τα τρώει στα κλαρίνα») και να εκτοπίσει τα άλλα πνευστά όργανα.
Βασική διαφορά του κλαρίνου από τα όργανα που περιγράψαμε παραπάνω είναι ότι δεν κατασκευάζεται από τον οργανοπαίχτη αλλά αγοράζεται έτοιμο και δεν επιδέχεται καμία τροποποίηση. Ο κλαριντζής δεν έχει την δυνατότητα, όπως ο τσαμπουνιάρης ή ο ζουρνατζής, να ανοίξει τις τρύπες στο καλάμι όπου θέλει αυτός ώστε να πετύχει τους ήχους που ταιριάζουν στο αυτί του. Παρόλο όμως που το κλαρίνο είναι φτιαγμένο για να παίζει ευρωπαϊκή μουσική, ο κλαριντζής που μαθήτευσε στην ελληνική μουσική ψάχνει με διάφορους τρόπους να γυρίσει σ' αυτήν προσπαθώντας να δώσει τους ήχους της φυσικής κλίμακας.
Λύρα
Η λύρα είναι το κύριο όργανο της κρητικής μουσικής. Παλιά ήταν διαδεδομένη σε όλη την Ελλάδα, όμως σταδιακά αντικαταστάθηκε από το βιολί και σήμερα παίζεται στα Δωδεκάνησα, στην Θράκη και στην Μακεδονία, εκτός βέβαια από την Κρήτη. Σε αντίθεση με τα πνευστά όργανα, τα έγχορδα αφήνουν την δυνατότητα στον οργανοπαίχτη να τραγουδάει συγχρόνως, γι' αυτό οι λυράρηδες είναι συνήθως και τραγουδιστές. Το μικρό μέγεθος της λύρας επιτρέπει το γρήγορο παίξιμο, γι’ αυτό είναι ιδιαίτερα κατάλληλη για τους πηδηχτούς χορούς των νησιών και της Θράκης.
Το σώμα της λύρας έχει μήκος 40-60 εκ., και γίνεται από ένα μονοκόμματο ξύλο που σκαλίζεται για να σχηματιστούν η σκάφη, το χέρι και το κεφάλι. Καλύτερα ξύλα θεωρούνται η μουριά, η αχλαδιά, ή η σφάκα, αλλά κάθε λυράρης έχει τις δικές του προτιμήσεις. Επάνω στην σκάφη κολλιέται το καπάκι, ένα πολύ λεπτό φύλλο από ξύλο πεύκου ή κυπαρισσιού, με τα δύο χαρακτηριστικά ημικυκλικά ανοίγματα που λέγονται μάτια. Το χέρι, που είναι πολύ κοντό, προεκτείνει την καμπύλη της σκάφης και καταλήγει στο κεφάλι με τα τρία στριφτάλια στην πίσω του πλευρά.
Οι τρεις χορδές είναι κουρντισμένες Ρε-Λα-Ρε ή Ρε-Σολ-Ρε. Παλιά ήταν φτιαγμένες από έντερο προβάτου. Η πρώτη λέγεται καντίνι, είναι κουρντισμένη πιο ψηλά και παίζει συνήθως την μελωδία. Η δεύτερη λέγεται μεσακή και η πιο χαμηλή βουργάνα. Το διάστημα ανάμεσα στις χορδές είναι μεγάλο γιατί στην λύρα ο οργανοπαίχτης δεν πατάει την χορδή με το δάκτυλό του όπως στα άλλα έγχορδα όργανα, αλλά την σπρώχνει από το πλάι με το νύχι του.
Ο λυράρης, καθώς παίζει την μελωδία στην πρώτη ή την δεύτερη χορδή, ακουμπάει συγχρόνως με το δοξάρι την διπλανή της ώστε να ακούγεται ένα ίσον. Το δοξάρι παλιά ήταν καμπύλο, με τρίχες από ουρά αλόγου και με μικρά κουδουνάκια — τα γερακοκούδουνα — για να τονίζουν τον ρυθμό με τις κινήσεις του δοξαριού. Σήμερα επικρατεί το δοξάρι από βιολί.
Κεμεντσές
Το σχήμα του κεμεντσέ μοιάζει με επίμηκες κουτί που στενεύει προς τα επάνω και καταλήγει στο κεφάλι με τα κλειδιά (ωτία). Το συνολικό μήκος του είναι 50-60 εκ. Το καπάκι του ηχείου είναι από ξύλο κωνοφόρου δέντρου, πολύ λεπτό και χωρίς ρόζους γιατί επηρεάζει πολύ τον ήχο του οργάνου, με δύο καμπύλα ανοίγματα (ροθώνια). Οι χορδές είναι τρεις και λέγονται αντίστοιχα ζίλλ, μεσαία και χαμπά. Παλιά ήταν φτιαγμένες από μετάξι, αργότερα από έντερο και σήμερα από σύρμα (τέλι). Το δοξάρι, από ξύλο ελιάς συνήθως, έχει τρίχες από ουρά αλόγου (τσάρια). Υπάρχει και μικρός, παιδικός κεμεντσές που λέγεται κεμεντσόπον.
Ο κεμεντσετζής παίζει συχνά όρθιος, κρατώντας το όργανο κατακόρυφο μπροστά του με το αριστερό του χέρι. Τραγουδάει και ακολουθεί από κοντά τους χορευτές για να τους ενθαρρύνει με προτροπές και επιφωνήματα. Παίζει την μελωδία σε δύο χορδές συγχρόνως, ή σε μία χορδή κρατώντας το ίσο με την διπλανή της. Ο κεμεντσές είναι το αποκλειστικό όργανο της ποντιακής μουσικής. Συνήθως παίζει χωρίς συνοδεία, όταν όμως ο χώρος είναι πολύ ανοιχτός και δεν ακούγεται μπορεί να συνοδεύεται από δεύτερο κεμεντσέ, αγγείον (ποντιακή τσαμπούνα), ή νταούλι.
Οι Έλληνες της Καππαδοκίας έπαιζαν ένα παρόμοιο όργανο που λέγεται κεμανές. Η ιδιομορφία του κεμανέ είναι ότι, εκτός από τις 6 χορδές που παίζονται από το δοξάρι, έχει και 6 συμπαθητικές χορδές. Δηλαδή μια δεύτερη σειρά χορδές, κάτω από την πρώτη, που δονούνται μόνες τους σε συντονισμό με τις πάνω.
Βιολί
Η εξέλιξη οργάνων σαν την λύρα κατέληξε στον πιο τελειοποιημένο τύπο που είναι το βιολί. Υπάρχουν αναφορές για Έλληνες μουσικούς που παίζουν βιολί από τον 17ο αιώνα. Αφού κατέκτησε την παραδοσιακή και την λόγια μουσική της Ευρώπης, το βιολί τείνει να εκτοπίσει την ελληνική λύρα γιατί προσφέρει πολύ μεγαλύτερες τεχνικές δυνατότητες. Έχει τέσσερις χορδές, κουρντισμένες σε Σολ, Ρε, Λα, Μι και παίζεται με μακρύ ευθύγραμμο δοξάρι. Οι παραδοσιακοί μουσικοί που ξεκίνησαν από την λύρα το κουρντίζουν «αλά Τούρκα», δηλαδή Σολ, Ρε, Λα, Ρε και το κρατούν όρθιο μπροστά τους όπως την λύρα.
Η διάδοσή του είναι τέτοια που σε πολλά μέρη τα μουσικά όργανα ονομάζονται συλλογικά «τα βιολιά» (ή «τα διολιά»). Στην κομπανία της ηπειρωτικής Ελλάδας είναι το δεύτερο όργανο μετά το κλαρίνο, στα δε Νησιά του Αιγαίου, τα Επτάνησα και την Κύπρο είναι το βασικό όργανο. Σήμερα, μόνο η Κρήτη μένει προσκολλημένη στην λύρα, και λιγότερο τα Δωδεκάνησα. Όπως και στην περίπτωση του κλαρίνου που αντικατέστησε την φλογέρα και τον ζουρνά, έτσι και το πέρασμα από την λύρα στο βιολί δημιουργεί αρκετή αλλοίωση στον αυστηρό χαρακτήρα της γνήσιας παραδοσιακής μουσικής. Με το βιολί μπαίνουμε στα όργανα που η κατασκευή τους απαιτεί τεχνίτες που βρίσκονται στις πόλεις και χρησιμοποιούν ειδικά εργαλεία και καλούπια.
Λαούτο
Το κατεξοχήν όργανο συνοδείας, τόσο στην ηπειρωτική Ελλάδα όσο και στα νησιά, είναι το λαούτο ή λαγούτο. Το κλαρίνο, το βιολί, ή η λύρα ακούγονται φτωχά όταν δεν στηρίζονται από ένα καλό λαούτο. Οι προσπάθειες που γίνονται σήμερα στις κομπανίες να αντικατασταθεί το λαούτο από την κιθάρα είναι αποτυχημένες γιατί ο πλούσιος και βαθύς ήχος που δίνει στο λαούτο το μεγάλο ηχείο του είναι μοναδικός. Ορισμένοι κρητικοί τραγουδιστές συνοδεύουν με το λαούτο τις μαντινάδες τους, άλλοι είναι αρκετά δεξιοτέχνες ώστε να παίζουν και την μελωδία, αυτοί λέγονται πριμαδόροι λαγουτάρηδες. Όταν ο λυράρης συνοδεύεται από δύο λαγουτάρηδες, έχει αριστερά του τον πριμαδόρο και δεξιά του τον μπασαδόρο.
Το συνολικό μήκος του φτάνει το ένα μέτρο: μισό μέτρο το ηχείο (σκάφη ή καύκα) και το άλλο μισό το χέρι (μανίκι) και το κεφάλι (καράβολας). Η σκάφη αποτελείται από ντούγιες, δηλαδή στενές φέτες από σκληρό ξύλο που έχουν πάρει το σχήμα της καμπύλης σε ειδικό καλούπι. Όσο περισσότερες ντούγιες έχει η σκάφη (μέχρι 33) τόσο πιο ομαλή είναι η καμπύλη και τόσο καλύτερος ο ήχος του οργάνου. Το μανίκι έχει κινητά τάστα (μπερντέδες) ώστε να ρυθμίζονται από τον λαουτιέρη ανάλογα με την κατάσταση του οργάνου και την κλίμακα που θέλει να παίξει.
Έχει 8 χορδές, σε ζευγάρια. Στο πρώτο ζευγάρι, οι δύο χορδές είναι κουρντισμένες στο ίδιο Λα, ενώ στα άλλα τρία ζευγάρια — Ρε, Σολ και Ντο — έχουν μεταξύ τους διάστημα μιας οκτάβας. Παίζεται με πένα από φτερό μεγάλου πουλιού, κατά προτίμηση αρπακτικού, σήμερα όμως πια πλαστική.
Η νησιώτικη ζυγιά αποτελείται από λύρα και λαούτο, ή βιολί και λαούτο, ή ακόμα σαντούρι και λαούτο. Στην στεριανή ζυγιά το λαούτο συνοδεύει το κλαρίνο, ενώ η τυπική σύνθεση της κομπανίας είναι: βιολί, κλαρίνο, λαούτο και σαντούρι. Καμιά φορά, όταν δεν υπάρχει λαούτο, βάζουν σε μια κιθάρα οκτώ χορδές κουρντισμένες όπως στο λαούτο το όργανο αυτό το λένε λαουτοκιθάρα.
Ούτι
Είναι το βασικό όργανο της ανατολικής μουσικής και ίσως το παλαιότερο όργανο που διατηρείται στην αρχική του μορφή. Στον τρόπο κατασκευής το ούτι μοιάζει με το λαούτο. Έχει παρόμοια μεγάλη καύκα και στρογγυλή ροζέτα στο καπάκι, αλλά το χέρι του είναι πολύ κοντό, χωρίς μπερντέδες. Έχει 5 ζευγάρια χορδές κουρντισμένα σε Λα, Σολ, Ρε, Λα, Μι ή Σολ, Ρε, Λα, Μι, Ρε, καμιά φορά δε έχει και 11η χορδή. Παίζεται με πένα από ξύλο ή κέρατο. Είναι περισσότερο κατάλληλο για να παίζει την μελωδία παρά για να συνοδεύει άλλα όργανα. Οι πρόσφυγες από την Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη έφεραν μαζί τους πολλά ούτια, μ' αυτά έπαιζαν τα ταξίμια και έλεγαν τα τραγούδια τους. Τώρα όμως ελάχιστοι έμειναν να παίζουν στην Ελλάδα.
Μπουζούκι και μπαγλαμάς
Το μπουζούκι είναι ο επικρατέστερος σήμερα απόγονος μιας μεγάλης οικογένειας οργάνων που οι ρίζες της φτάνουν μέχρι την αρχαία εποχή. Η αρχική ονομασία ήταν πανδούρα (γνωστό όργανο των βυζαντινών), που με παραφθορά καταλήγει στο ταμπούρα-ταμπουράς. Στην οικογένεια αυτή ανήκει και το λαούτο. Κοινά χαρακτηριστικά των οργάνων αυτών είναι: το ημισφαιρικό ή αχλαδόσχημο ηχείο (σκάφη), το μακρύ χέρι με κινητά τάστα (μπερντέδες), και οι τρεις ή τέσσερις χορδές — συνήθως διπλές — που παίζονται με ξύλινη πένα.
Το σάζι και ο ταμπουράς έχουν μικρή σκάφη και μακρύ χέρι. Είναι κατάλληλα για να παίζουν ταξίμια και να συνοδεύουν το τραγούδι σε μικρό χώρο. Έχουν πάψει να παίζονται στην Ελλάδα από τις αρχές του αιώνα. Το μαντολίνο παίζεται ακόμη στα Επτάνησα και στην Πάτρα. Παλιότερα ήταν πολύ διαδεδομένο σε όλες τις ελληνικές πόλεις του Αιγαίου, ήταν δε το μόνο μουσικό όργανο που μάθαιναν οι κοπέλες. Η κιθάρα ήταν λιγότερο διαδεδομένη γιατί ήταν όργανο συνδεδεμένο με την ευρωπαϊκή μουσική.
Το μπουζούκι έγινε πασίγνωστο στην Ελλάδα και στο εξωτερικό τις δύο τελευταίες δεκαετίες, σαν το όργανο που συνοδεύει τα ρεμπέτικα τραγούδια. Έτσι σήμερα έχει μεγάλη ζήτηση και είναι το μόνο από τα παραδοσιακά όργανα που μαθαίνεται μαζικά από τους νέους. Έχει 8 μεταλλικές χορδές (τέλια) σε ζεύγη, ή δυο μονές και δύο διπλές, σταθερά τάστα και συνολικό μήκος γύρω στο 1 μέτρο. Η μελωδία (χαβάς) παίζεται συνήθως στην λεπτότερη χορδή, που λέγεται καντίνι, με διπλοπενιά (τσιφτε-τέλι στα τουρκικά). Όταν ο χορευτής παραγγέλνει «παίχτο στη μπουλγάρα» εννοεί ότι θέλει να του παίξουν βαριά, στην πιο χοντρή χορδή.
Ο μπαγλαμάς είναι ένα μπουζούκι σε μικρογραφία με τρία τέλια μονά ή διπλά. Σε ένα ενδιάμεσο μέγεθος λέγεται καραντουζένι. Κουρντίζεται μια οκτάβα πιο ψηλά από το μπουζούκι. Συχνά κατασκευάζεται από πρόχειρα υλικά στις φυλακές, στα καράβια και στον στρατό γιατί έχει το πλεονέκτημα του μικρού μεγέθους που μεταφέρεται εύκολα παντού. Αντίθετα από το σάζι και τον ταμπουρά, που παίζουν νότες ανατολικής μουσικής, το μπουζούκι και ο μπαγλαμάς έχουν τάστα που ορίζουν νότες της συγκερασμένης κλίμακας (τόνοι και ημιτόνια ευρωπαϊκά).
Σαντούρι και κανονάκι
Τα όργανα αυτά συγγενεύουν γιατί έχουν και τα δύο επίπεδο ηχείο σχήματος τραπεζίου και βάθους μερικών εκατοστών. Έτσι ο οργανοπαίχτης δεν κρατάει το όργανο στα χέρια του αλλά το έχει μπροστά του οριζόντιο, ακουμπισμένο στα γόνατά του, ή σε ένα πτυσσόμενο τραπεζάκι, ή κρεμασμένο από τον σβέρκο του όταν παίζει περπατώντας σε πατινάδα. Το μεγάλο πλάτος του τραπεζοειδούς ηχείου (γύρω στα 50 εκ.,) επιτρέπει την ανάπτυξη μεγάλου αριθμού χορδών, οπότε το όργανο φτάνει να καλύπτει ένα διάστημα πάνω από τρεις οκτάβες με διπλές έως και πενταπλές χορδές, σε ταυτοφωνία. Το κούρντισμα γίνεται με ένα κλειδί σε σχήμα Τ.
Το σαντούρι ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα και ιδιαίτερα στα παράλια μέρη, όπου και διατηρείται ακόμα σήμερα. Έχει σχήμα ισοσκελούς τραπεζίου, με μήκος που φτάνει το 1 μέτρο, και μέχρι 140 χορδές. Παίζεται με δύο ξύλινα σφυράκια, τις μπαγκέτες, που έχουν δεμένο στην άκρη ένα κομμάτι δέρμα, κετσέ ή μπαμπάκι. Είναι εξίσου κατάλληλο για πρίμο και για ακομπανιαμέντο, γι' αυτό και το συναντάμε τόσο στις στεριανές όσο και στις νησιώτικες και τις ρεμπέτικες κομπανίες.
Στο κανονάκι, το ηχείο έχει την δεξιά πλευρά κάθετη με την βάση του τραπεζίου και παίζεται με πένες που εφαρμόζονται στα δάχτυλα με δαχτυλήθρες, μία στον δείκτη του κάθε χεριού. Είναι λοιπόν ένα είδος οριζόντιας άρπας, που με το όνομα ψαλτήριο ήταν γνωστή από τους αρχαίους χρόνους, σε διάφορες μορφές.
Το κανονάκι έχει μια ιδιομορφία που το κάνει να θεωρείται σαν το πιο τελειοποιημένο από όλα τα όργανα της ελληνικής, αλλά και της παγκόσμιας μουσικής: Κάτω από τις χορδές έχει μια σειρά από ανακλινόμενα ελάσματα που όταν ανασηκώνονται λειτουργούν σαν κινητά τάστα, δηλαδή μειώνουν κατά λίγα χιλιοστά το μήκος της χορδής. Αυτά λέγονται μανταλάκια. Ο μουσικός μπορεί την ώρα που παίζει να σηκώνει ή να κατεβάζει το μανταλάκι που θέλει, αλλάζοντας έτσι τον ήχο της χορδής κατά ένα μικρό κλάσμα του φθόγγου. Δίνεται έτσι η δυνατότητα να παίζονται με απόλυτη ακρίβεια όλες οι νότες της ανατολικής μουσικής, και κατ' ακολουθία όλες οι πολυποίκιλες κλίμακες της. Με άλλα όργανα, κάτι τέτοιο είτε είναι αδύνατο (όταν έχουν σταθερά τάστα), είτε εφικτό μόνο από οργανοπαίχτη με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία.