Πανηγύρια και δημόσιες γιορτές
Το κάθε χωριό, όσο μικρό και να είναι, έχει την εκκλησία του που γιορτάζει μια ορισμένη μέρα τον χρόνο, την ημέρα του αγίου στον οποίο είναι αφιερωμένη. Στα μεγαλύτερα χωριά υπάρχουν περισσότερες εκκλησίες καθώς και απομακρυσμένα εκκλησάκια στην γύρω περιοχή, οπότε οι ημέρες εορτασμού είναι περισσότερες. Μια από αυτές τις ημέρες του χρόνου ο θρησκευτικός εορτασμός συνδυάζεται με γενική συνάθροιση των κατοίκων -ακόμα και αυτών που έχουν ξενητευτεί - με παζάρι ή με κοινό φαγητό και χορό. Ο χορός συνήθως γίνεται στο πλάτωμα μπροστά στην εκκλησία, στην πλατεία, ή σε αλώνι έξω από το χωριό που λέγεται χοροστάσι.
Το τυπικό πανηγύρι κρατάει τρεις μέρες. Την παραμονή και την επομένη παίρνουν μέρος μόνο οι κάτοικοι του χωριού, ενώ ανήμερα συμμετέχουν και οι ξένοι. Όταν σε ένα μεγάλο πανηγύρι έρχονται ομαδικά κάτοικοι από διάφορα χωριά, τότε χορεύουν σε χωριστούς κύκλους με τα δικά τους όργανα. Καμιά φορά υπάρχει η συνήθεια να χορεύουν λίγο το πρωί μετά την λειτουργία, αλλά ο κυρίως χορός γίνεται το απόγευμα και μπορεί να κρατήσει μέχρι το πρωί. Όταν οι αποστάσεις είναι μεγάλες μεταξύ των χωριών, οι επισκέπτες κοιμούνται σε συγγενικά τους σπίτια ή στο ύπαιθρο αν είναι καλοκαίρι.
Οι ξενητεμένοι ταξίδευαν πολλές ώρες ή μέρες για να πάνε στο πανηγύρι του χωριού τους. Και σήμερα βλέπει κανείς οικογένειες μεταναστών που έρχονται από τον Καναδά ή την Αυστραλία με την ευκαιρία του πανηγυριού. Επισκέπτονται συγγενείς, ρυθμίζουν οικογενειακά θέματα, επιθεωρούν το σπίτι και τα χωράφια τους και ελπίζουν να βρουν τα παιδιά τους κάποιον από το χωριό για να παντρευτούν. Το πανηγύρι λειτουργεί ταυτόχρονα σε όλους τους χώρους της αγροτικής ζωής: θρησκευτικό, οικογενειακό, επαγγελματικό, κοινωνικό, προσωπικό, ακόμα και πολιτικό.
Άλλα πανηγύρια γίνονται έξω από το χωριό σε ξωκλήσια και μοναστήρια. Η κάθε οικογένεια φορτώνει στο ζώο στρωσίδια, φαγητά κι ό,τι έχει για πούλημα, και πηγαίνουν εκεί ομαδικά τραγουδώντας στον δρόμο και στήνοντας χορό στην κάθε στάση. Όταν φτάσουν στρώνουν κάτω η κάθε μία χωριστά και περνούν εκεί την ημέρα ή και τη νύχτα. Αλλού μαγειρεύουν κοινό φαγητό, το κουρμπάνι. Οι οργανοπαίχτες πηγαίνουν από την μια οικογένεια στην άλλη, της παίζουν για να τραγουδήσει και να χορέψει κι έτσι μαζεύουν λεφτά.
Οι οργανοπαίχτες παίζουν συνήθως στο πανηγύρι μετά από πρόσκληση και συμφωνία για την βασική πληρωμή τους, σε χρήμα ή σε προϊόντα, κερδίζουν όμως περισσότερα από τα κεράσματα των χορευτών. Φιλοξενούνται από το χωριό και είναι υποχρεωμένοι να παίζουν συνέχεια όσο διαρκεί ο χορός («από καμπάνα σε καμπάνα»). Άλλοι οργανοπαίκτες, συνήθως γύφτοι, πηγαίνουν καμιά φορά με δική τους πρωτοβουλία στα εξοχικά πανηγύρια και τα παζάρια, όπου παίζουν ευκαιριακά. Πάντως, εφόσον το χωριό έχει δικούς του οργανοπαίκτες, αυτοί έχουν πρωτεραιότητα για τον μεγάλο χορό γιατίξέρουν καλύτερα τα ιδιαίτερα τραγούδια του χωριού και τις προτιμήσεις των κατοίκων του.
Μετά το φαγητό αρχίζουν τα καθιστικά τραγούδια και όταν πια έρθουν στο κέφι δίνεται το σύνθημα για τον χορό. Ο πρώτος χορός είναι συνήθως ο γενικός χορός του χωριού όπου συμμετέχουν όλοι οι κάτοικοι και μόνον αυτοί. Ο χορός αυτός είναι ένα είδος προσκλητηρίου του ανθρώπινου δυναμικού του χωριού και της κάθε οικογένειας. Σ' αυτόν ο καθένας έχει την θέση του, που του ανήκει δικαιωματικά από γεννησιμιού του. Η σειρά είναι απόλυτα καθορισμένη, μάλιστα υπάρχουν και ιδιαίτερα άτομα, γνώστες των συγγενικών σχέσεων, που κάνουν χρέη τελετάρχη για να προλαβαίνουν τις παρεξηγήσεις.
Η σειρά των χορευτών στον κυκλικό χορό είναι αντικείμενο ιδιαίτερης μελέτης. Η κατάταξη διαφέρει από περιοχή σε περιοχή αλλά το συνηθέστερο σχήμα είναι με τους άντρες μπροστά κατά σειρά ηλικίας και μετά οι γυναίκες, πάλι κατά σειρά ηλικίας. Άλλοτε προηγούνται οι παντρεμένοι και μετά οι ανύπαντροι, το ίδιο ισχύει και για τις γυναίκες. Μια και στο χωριό ο καθένας γνωρίζει την ηλικία του άλλου δεν υπάρχει σύγχυση και οι θέσεις είναι σταθερές. Ξέρει λοιπόν κανείς ότι θα φτάσει να σύρει τον πρώτο χορό αν ζήσει αρκετά ώστε να είναι ο γεροντότερος του χωριού. Άλλοτε πάλι, στα νησιά κυρίως, η κατάταξη γίνεται κατά σόγια. Μέσα στο σόι δεν χωρίζονται άντρες και γυναίκες αλλά η γυναίκα πιάνεται από τον άντρα της, ακολουθεί ο πρωτότοκος γυιός με την γυναίκα του και τα παιδιά του, μετά ο δευτερότοκος κ.ο.κ.
Συχνά ζητάνε από τον παπά να σύρει τον πρώτο χορό, δίνοντας έτσι επισημότητα και ευλογία στην τελετή. Αυτός τότε, παρά την επίσημη απαγόρευση της Εκκλησίας, κάνει μερικά βήματα επικεφαλής, ή και μερικούς κύκλους αν είναι μερακλής. Παλιά ο άντρας δεν έπιανε το χέρι της γυναίκας στον χορό αλλά μεσολαβούσε μαντήλι, ακόμα και μεταξύ παντρεμένων. Σε μέρη με πιο αυστηρά ήθη, όπου δεν χορεύει μια γυναίκα δίπλα σε ξένον άντρα, δημιουργείται πρόβλημα στο σημείο που συνδέεται η σειρά των αντρών με τη σειρά των γυναικών. Γι’ αυτό πιάνεται στο σημείο αυτό ένα μικρό παιδί ή ένα ηλικιωμένο ζευγάρι.
Πρόσκληση σε χορό μεταξύ μη συγγενών ήταν φυσικά αδιανόητη παλιά και ισοδυναμούσε με αυθαίρετη πρόταση γάμου που εθεωρείτο προσβολή. Η ημέρα που μια κοπέλα μπαίνει για πρώτη φορά στον δημόσιο χορό είναι η στιγμή που η οικογένειά της την κρίνει ώριμη για γάμο και δηλώνει με τον τρόπο αυτό ότι δέχεται στο εξής προξενιά. Κάθε χορός είναι νυφοπάζαρο, όχι μόνον ο γενικός χορός στο πανηγύρι αλλά και οι οικογενειακοί χοροί στους γάμους και οι τακτικοί χοροί τις Κυριακές. Στα περισσότερα μέρη, ο χορός ήταν η μόνη ευκαιρία για να εμφανιστεί ένα κορίτσι και να ανταλλάξει ματιές και μισόλογα με τα αγόρια.
Ο δημόσιος χορός αντικατοπτρίζει την κοινωνική σειρά και τις αξίες που στηρίζουν την κοινωνία του χωριού: μονιμότητα, σεβασμός στην ηλικία, διαχωρισμός των φύλων, ισότητα δικαιωμάτων. Ο κάθε ένας έχει την θέση του, εξασφαλισμένη από γέννηση και γάμο, εγγυημένη εφ' όρου ζωής. Ο κάθε ένας θα παραγγείλει με την σειρά του στα όργανα για να χορέψει, ο πλούσιος απλώς θα ρίξει περισσότερα λεφτά. Ο νέος που μεταναστεύει μακριά ξέρει ότι ακόμα και αν γυρίσει μετά από σαράντα χρόνια θα βρει την θέση του και θα πιαστεί από τα χέρια των ίδιων συντρόφων που χόρευαν δίπλα του στα νειάτα του. Ο χορός φανερώνει τους λόγους που κάνουν τους Έλληνες, λαό που τόσο ξενητεύεται, να διατηρούν την στενή επαφή με το χωριό τους στην μακρόχρονη απουσία τους.
Μετά τον γενικό χορό ακολουθούν οι προσωπικές παραγγελίες αυτών που θέλουν να χορέψουν. Ο κάθε αρχηγός οικογένειας σηκώνεται και ρίχνει στα όργανα ζητώντας το τραγούδι που θέλει για να χορέψει με την οικογένειά του. Η γυναίκα δεν παραγγέλνει ποτέ άμεσα, κρατάει όμως συχνά το κομπόδεμα και φροντίζει να μην γίνεται σπατάλη. Ο πατέρας αφού χορέψει λίγο δίνει την θέση του στον γυιό ή και στην κόρη, αν τα έθιμα της περιοχής επιτρέπουν να σύρει γυναίκα. Φίλοι και συγγενείς ρίχνουν κι αυτοί στα όργανα για να τιμήσουν τον χορευτή, ιδιαίτερα αν υπάρχει κόρη της παντρειάς.
Καθώς προχωράει το γλέντι η μια οικογένεια διαδέχεται την άλλη και σιγά σιγά το πρωτόκολλο χαλαρώνει. Φίλοι και φίλες χορεύουν μαζί, παραγγέλνονται χοροί ατομικοί ή αντικρυστοί, πιο γρήγοροι από τους νέους που θέλουν να ξεδώσουν. Μέχρι να ικανοποιηθούν όλοι έχει προχωρήσει η νύχτα. Συχνά οι χοροί τελειώνουν με καυγάδες, σε τέτοιο βαθμό που σε ορισμένα μέρη χορός και καυγάς είναι αναπόσπαστοι. Κάποιος θα παρεξηγηθεί γιατί δεν κρατήθηκε η σειρά στις παραγγελίες, κάποιος θα είναι μεθυσμένος και θα επιτεθεί πριν τον απομακρύνουν οι πιο ψύχραιμοι, συχνά τραβιώνται και μαχαίρια. Ο χορός βγάζει στην επιφάνεια όλες τις κοινωνικές σχέσεις, μαζί και τις έχθρες που έχουν συσσωρευτεί όλον τον χρόνο.