Ο χορός στην Τουρκοκρατία
Σε πολλά μέρη της Ευρώπης η Εκκλησία κατάφερε να επιβάλει την απαγόρευση του χορού, ή τουλάχιστον να αλλάξει την αντιμετώπισή του από τους πιστούς δημιουργώντας τους ένα αίσθημα ενοχής. Στην Ελλάδα όμως ο χορός δεν φαίνεται να δέχθηκε ανάλογη πίεση εκ των άνω, μια και ούτε η Ορθόδοξη Εκκλησία ούτε το Οθωμανικό Κράτος είχαν διάθεση να ασχοληθούν με παρόμοια θέματα. Παρ' όλο λοιπόν που τα διαθέσιμα στοιχεία είναι περιορισμένα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η εξέλιξη των χορευτικών εκδηλώσεων συνεχίστηκε απρόσκοπτα εκπληρώνοντας τις κοινωνικές ανάγκες των κατοίκων. Και εδώ θα βρούμε μια αναλογία με την γλώσσα, στον βαθμό που οι Έλληνες συνέχισαν να μιλάνε ελληνικά αν και συζούσαν με δάφορους άλλους λαούς, έτσι δεν έπαψαν να χορεύουν ελληνικά.
Αυτό το φαινόμενο φαίνεται δυσεξήγητο σε πολλούς σύγχρονους σχολιαστές, οι οποίοι προσπαθούν αγωνιωδώς να αποδείξουν την συνέχεια της παράδοσης και της φυλής μέσα στους τέσσερις αιώνες υποδούλωσης. Όχι τετρακόσια αλλά χίλια ίσως χρόνια μπορούσαν να περάσουν μ' αυτές τις συνθήκες χωρίς να διακοπεί η συνέχεια. Το σφάλμα είναι ότι βλέπουν την τότε κοινωνία με τα μάτια της σημερινής. Σήμερα πράγματι τα μέσα ενημέρωσης σε όλες τις χώρες στοχεύουν στην πολιτιστική χειραγώγηση του πληθυσμού, τότε όμως η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν είχε καμιά πρόθεση να αφομοιώσει τους αμέτρητους υποτελείς λαούς της. Οι σπάνιες περιπτώσεις βίαιου εξισλαμισμού καθώς και οι απαγορεύσεις διαφόρων ομαδικών εκδηλώσεων, είχαν συμβολικό και κατασταλτικό χαρακτήρα, όχι εξομοιωτικό.
Μαρτυρίες για χορούς στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα βρίσκει κανείς στις περιγραφές των ξένων περιηγητών, που συνήθως έκαναν εδώ σταθμό στον δρόμο τους για τους Αγίους Τόπους. Γυρίζοντας στην χώρα τους δημοσίευαν τις σημειώσεις τους από το ταξίδι, πάντα με μια δόση ρομαντισμού και εξωτισμού. Ιδιαίτερα για την χώρα μας, η σύγκριση με τους Αρχαίους Έλληνες ήταν αναπόφευκτη και επανέρχεται σε κάθε παράγραφο. Θα πρέπει να σταθούμε με αρκετή επιφύλαξη απέναντι στις πληροφορίες που μας δίνουν γιατί άλλοι συμπληρώνουν με την φαντασία τους όσα δεν είδαν, άλλοι αντιγράφουν προηγούμενους περιηγητές, κι άλλοι μην ξέροντας την γλώσσα αρκούνται στις κακομεταφρασμένες απαντήσεις του πρώτου τυχόντα στον κάθε τόπο. Παρ' όλα αυτά όμως, οι παρατηρήσεις τους είναι χρήσιμες και θα αναφέρουμε παρακάτω αρκετές, τις περισσότερες παρμένες από το σύγγραμμα του Κ. Σιμόπουλου «Ξένοι περιηγητές στην Ελλάδα».
Το 1547 ο Γάλλος γιατρός PierreBelon αναφέρει:
«Βρέθηκα στο αρχοντικό του Αντωνίου Μπορότσου κοντά στην πόλη των Σφακιών κι είδα τους χωρικούς της περιοχής να μαζεύονται στο πανηγύρι άλλοι με τις γυναίκες τους κι άλλοι με τις αγαπητικές τους. Κι αφού ήπιαν άρχισαν να χορεύουν μέσα στη βαρειά κάψα του μεσημεριού, όχι σε ίσκιο, μα έξω στον ήλιο. Ήταν Ιούλιος, ο πιο φλογερός μήνας του καλοκαιριού. Και μ' όλο που ήταν φορτωμένοι με τ' άρματά τους δεν σταμάτησαν να χορεύουν ίσαμε που νύχτωσε.
Αυτοί οι χωρικοί φορούν πάντα άσπρη πουκαμίσα (ζωσμένη με φαρδύ ζουνάρι με πλατειά πόρπη) που κρέμεται ελεύθερη μπρος και πίσω. Αντί για υποδήματα και κάλτσες φορούν μπότες που φτάνουν ως τη μέση, όπου προσδένονται. Είναι φορτωμένοι στην πλάτη με μια αρμαθιά από 150 σαΐτες βαλμένες σε τάξη. Το τόξο κρέμεται από τον ώμο μ' έναν τελαμώνα.
Πασχίζουν να κάνουν τα μεγαλύτερα πηδήματα. Και θα ήταν χαριτωμένοι αν άφηναν κατά γης τη βαρειά αρματωσιά τους. Αυτός ο χορός θυμίζει τον χορό των αρχαίων Κουρητών. Χορεύουν τραγουδώντας: άλλοτε σε κύκλο, άλλοτε στην αράδα, άλλοτε τραγουδώντας (το ότι οι Έλληνες χόρευαν πάντοτε τραγουδώντας φαίνεται κι από τον Αριστοτέλη).
Οι γυναίκες φορούν μαντήλι στο κεφάλι, ριγμένο ελεύθερα σαν πέπλο. Τα στήθη είναι πάντοτε γυμνά. Το ίδιο και οι ώμοι. Είναι μαυρισμένες από τον ήλιο και δεν φορούν διόλου κάλτσες. Οι Ελληνίδες όμως των πόλεων είναι πάντοτε κλεισμένες στο σπίτι. Τη νύχτα δεν βγαίνουν ποτέ στο δρόμο.»
Λίγο αργότερα ο Άγγλος Sherley που πέρασε το 1599 από την ιταλοκρατούμενη Χάνδακα (Ηράκλειο) αναφέρει πως οι κάτοικοι ήταν πολύ περιποιητικοί, οι δε κυρίες τους πρόσφεραν συχνά δείπνο στους κήπους τους με μουσική και χορό. Θα 'πρεπε, λέει να ονομάζονται «οι χαρούμενες Ελληνίδες» γιατί κάθε βράδυ αφού τελείωναν τις δουλειές τους χόρευαν στους δρόμους μαζί άντρες και γυναίκες. Πρόκειται προφανώς για καθαρά αστική συνήθεια σε ορισμένες μόνο πόλεις, μια και τότε οι γυναίκες σπάνια έβγαιναν από το σπίτι και μάλιστα τα βράδια.
Στα 1605, ο Γάλλος διπλωμάτης JeandeGontautBiron επισκέφθηκε την Χίο και εντυπωσιάστηκε από την ομορφιά, τους καλούς τρόπους και την ελευθερία των γυναικών του νησιού. Ο υποπρόξενος Νικολάου Μαζαγκής κάλεσε οργανοπαίκτες με γκάιντες, ζουρνάδες, φλογέρες και τούμπανα, που έπαιζαν για να δουν οι ξένοι τους ντόπιους να χορεύουν νησιώτικους χορούς. Ο Biron, όπως και άλλοι περιηγητές, δεν παραλείπει να αναφέρει την αγάπη που είχαν οι Χιώτες για την μουσική, τους χορούς και τα γλέντια.
«Το χορό άνοιξε ο ίδιος ο Νικολάου μαζί με τους στενώτερους φίλους του. Όλοι είχαν σπαθί (μ' όλο που βρίσκονται υπό τουρκική κυριαρχία το σπαθί επιτρέπεται σε τέτοιες περιστάσεις). Καθένας έπαιρνε μια γυναίκα και την οδηγούσε σ' έναν κλειστό, περιστροφικό και κυκλικό χορό. Οι μουσικοί που έπαιζαν το λαγούτο και τ' άλλα όργανα δεν άλλαζαν σκοπό ώσπου να τελειώσει και ο τελευταίος της συντροφιάς το χορό, που κρατάει συνήθως δύο ώρες».
Κι άλλοι περιηγητές αναφέρονται σε χορούς των Ελλήνων του αρχιπελάγους. Ο Grelot, που πέρασε το 1670, γράφει πως τρεις είναι οι ευκαιρίες για οικογενειακά γλέντια: ο γάμος, η γέννηση ενός παιδιού και ο θάνατος των γονέων. Αυτό το τελευταίο σήμερα μας ξενίζει γιατί δεν συναντάται στην ελληνική ύπαιθρο, υπάρχουν όμως παλαιότερες μαρτυρίες για θρήνους που κατέληγαν σε χορούς στην Ελλάδα και σε άλλες Βαλκανικές χώρες. Δημόσιοι χοροί γίνονταν τέσσερις φορές τον χρόνο στις πλατείες των χωριών, οι δε Έλληνες της Πόλης χορεύουν το Πάσχα στην μεγάλη πλατεία πίσω από το Σεράϊ των Καθρεφτών.
Για την ίδια εποχή, ο Ιησουίτης ιεραπόστολος Sauger γράφει:
«Όλοι οι νησιώτες και ιδιαίτερα οι γυναίκες έχουν αδυναμία για το χορό. Κάθε παραμονή γιορτής καταφθάνουν μπουλούκια-μπουλούκια και χορεύουν στον αυλόγυρο της εκκλησίας. Οι αριστοκράτισσες έρχονται έφιππες. Την άφιξή τους αναγγέλουν οι γκάιντες και τα τούμπανα που τις συνοδεύουν. Οι ιεραπόστολοι προσπάθησαν να εμποδίσουν αυτά τα πανηγύρια αλλά δεν το κατόρθωσαν».
Ο Άγγλος Porter βρήκε πως, ενώ οι Τούρκοι δεν συμπαθούν την μουσική και τον χορό, οι Έλληνες τραγουδούν αδιάκοπα και χορεύουν. «Όσοι είναι υποχρεωμένοι να ζουν ανάμεσα σε Έλληνες ναυτικούς τους βλέπουν πάνω στο καράβι ή στη στεριά να χορεύουν με μουσική ή χωρίς όργανα, κι εκείνοι κάθονται παράμερα» Έναν τέτοιο χορό ναυτικών είδε ο Chandler έναν αιώνα αργότερα πάνω σ' ένα υδραίικο καράβι:
«Ένας ναύτης έπαιζε αδιάκοπα βιολί ή λύρα. Αυτή η λύρα έχει σχήμα κιθάρας αλλά με τρεις χορδές και με πιο κοντό μανίκι. Ο καπετάνιος, μ' όλα τα πάχη του, χόρευε θαυμάσια, όπως κι ο γυιός του. Θαρούσες πως πατούσαν στη στεριά κι όχι πάνω σε καράβι. Τόση σιγουριά και δεξιοτεχνία είχαν οι κινήσεις τους στην κουβέρτα. Χόρευαν πάνω σ' ένα τόσο δα χώρο, όσο πατούσαν τα πόδια τους. Οι περισσότεροι χοροί γίνονταν ζευγαρωτοί. Δύο χορευτές έκαναν βήματα μπρος πίσω, ξεδίπλωναν τα χέρια, έκαναν στράκα με τα δάχτυλα, άλλαζαν θέση και στριφογύριζαν με ευλυγισία. Μερικές απ' αυτές τις γυροβολιές ήταν κωμικές, άλλες μπορούσαν να εκφυλισθούν σε άσεμνες».
Στα μέσα του 18ου αιώνα, ο Γάλλος Guys αφιερώνει ένα κεφάλαιο του βιβλίου του στους ελληνικούς χορούς, με συμπληρώσεις από την ελληνικής καταγωγής MadameChenier. Το βιβλίο αυτό έγινε απαραίτητο βοήθημα κάθε μεταγενέστερου περιηγητή της Ελλάδος κι όλοι αναφέρονται σ' αυτό όταν μιλούν για τους χορούς που είδαν, χωρίς όμως να ελέγξουν την ακρίβεια των στοιχείων που δίνει. Οι κυριότεροι χοροί κατά τον Guys είναι ο Κρητικός, ο Ελληνικός, ο Αρναούτικος, ο Βλάχικος και ο Πυρρίχιος. Οι ονομασίες προδίδουν την προσπάθεια του συγγραφέα να ταξινομήσει τις χορευτικές σκηνές που είδε, μια και είναι απίθανο οι Έλληνες να αποκαλούσαν έναν δικό τους χορό «ελληνικό», και οπωσδήποτε δεν μπορούσαν να γνωρίζουν για τον Πυρρίχιο.
Ο Κρητικός χορός περιγράφεται σαν ένας Συρτός που αρχίζει αργά και μετά επιταχύνεται. Σέρνει πάντα μια κοπέλα που κρατιέται από μαντήλι ή μεταξωτό κορδόνι και κάνει πολλές φιγούρες. Προφανώς, λέει, πρόκειται για αναπαράσταση της σκηνής όπου η Αριάνδη οδηγεί τον Θησέα έξω από τον λαβύρινθο. Ο «Ελληνικός» χορεύεται στα νησιά από δυο ομάδες, αγόρια και κορίτσια. Στην αρχή η κάθε ομάδα χορεύει χωριστά, με τα ίδια βήματα και φιγούρες, μετά όμως πιάνονται μαζί και όλοι περνούν σκύβοντας κάτω από την καμάρα που κάνει με τα χέρια του το πρώτο ζευγάρι (ο σχηματισμός αυτός γίνεται και σήμερα, είναι δε χαρακτηριστικός του Καγκελλευτού χορού της Ιερισσού). Μετά η πρωτοχορεύτρια τυλίγει τον χορό γύρω της και πάλι βγαίνει από τις δίπλες ανεμίζοντας το μαντήλι.
Άλλοτε χορεύουν «όξω μέσα», δηλαδή πιασμένοι σε δύο κύκλους, στον μέσα τα αγόρια και στον έξω τα κορίτσια. Τα αγόρια σηκώνουν τα χέρια, οπότε τα κορίτσια περνούν από κάτω, χορεύουν μπροστά τους και μετά πάλι βγαίνουν έξω χωρίς καθόλου να αφήσουν τα χέρια τους. Αυτός ο σχηματισμός φαίνεται κάπως εξεζητημένος για ελληνικούς χορούς και θυμίζει λαϊκούς χορούς της Ιταλίας και της Γαλλίας, χώρες που τότε είχαν έντονη παρουσία στο Αιγαίο. Ο Guy αναφέρει ακόμα έναν άλλο χορό, με την ονομασία «Αρναούτικος», δηλαδή αρβανίτικος.
«Τον οδηγεί ο αρχιχορευτής που κρατάει ένα καμτσίκι στο χέρι κι ένα ραβδί. Τρέχει απάνω κάτω, από τη μια άκρη στην άλλη, παρακινεί τους χορευτές, τους εμψυχώνει, αεικίνητος. Πότε χτυπάει το πόδι του στο χώμα, πότε κάνει «στράκες» με το καμτσίκι του. Και οι άλλοι, χέρι χέρι, χορεύουν ακολουθώντας τον με ομοιόμορφο και συγκρατημένο βηματισμό».
Η MadameChenier συμπληρώνει ότι τέτοιοι χοροί χορεύονται από τους Έλληνες χασάπηδες (κασάπ - ογλάν) της Πόλης, στο Πέραν και στην πλατεία του Ιπποδρόμου. Συμμετέχουν 200 - 300 άτομα υπό την ηγεσία 15 «στρατηγών» και ενός γενικού αρχηγού. Είναι Μακεδόνες ρωμαλέοι και σκληροτράχηλοι που έχουν εξασφαλίσει ιδιαίτερα προνόμια, όπως το να φορούν σαρίκι, πράσινα ρούχα και μεγάλα μαχαίρια στην μέση τους. Χορεύοντας πίνουν κρασί από στάμνες που τις κουβαλούν παιδιά και που τις γεμίζουν οι γυναίκες της γειτονιάς για να παραταθεί ο χορός μπροστά στα σπίτια τους.
Οι χορευτές είναι πιασμένοι γερά από την μέση και κάνουν όλοι το ίδιο βήμα λες και αποτελούν ένα σώμα. Άλλοτε βηματίζουν κι άλλοτε χορεύουν επί τόπου, σαν να σαλεύουν ή να κλονίζονται. Ο αρχηγός φοράει πλούσια φορεσιά με φούντα πάνω στον σκούφο του, οι στρατηγοί κρατούν μαχαίρια, ραβδιά ή καμτσίκια. Στην αρχή οι στρατηγοί γονατίζουν ένας ένας ρυθμικά μπροστά στον αρχηγό κι εκείνος τους προστάζει να μεταφέρουν τις διαταγές του στις γραμμές του στρατεύματος. Αυτοί τρέχουν στους λόχους τους και χτυπώντας ζωηρά το πόδι στο χώμα ή κρατώντας το καμτσίκι βάζουν σε κίνηση τους χορευτές. Μετά ο αρχηγός διατρέχει τις γραμμές με ρυθμικό βηματισμό, επιθεωρεί τους χορευτές έχοντας τα χέρια πίσω κι εκείνοι γονατίζουν καθώς περνά μπροστά τους. Ακολουθεί ένας χορός που τον χορεύουν ο αρχηγός με τους στρατηγούς του, κυκλικά σαν να κάνουν πολεμικό συμβούλιο. Οι στρατηγοί γυρίζουν βιαστικά στις θέσεις τους, η μουσική δυναμώνει κι ο χορός γίνεται πηδηχτός, «κατακοπτός». Η κάθε ομάδα, με τον στρατηγό της επικεφαλής προχωρά χωριστά με αποφασιστικό βήμα. Κατά τη MadameChanier πρόκειται για ανάμνηση του περάσματος του Γρανικού από τους στρατιώτες του Μ. Αλεξάνδρου. Κατόπιν η μουσική γυρίζει στον αρχικό σκοπό και οι χορευτές παρατάσσονται σε δυο αντιμέτωπες φάλαγγες οι οποίες τελικά εξορμούν, συμπλέκονται και μιμούνται την μάχη. Μεθυσμένοι πια από το κρασί, ερεθισμένοι από τους ήχους της λύρας και τον χορό, οι χορευτές μετατρέπουν την παράσταση σε πραγματική μάχη, τόσο που οι νεκροί μπορεί να φτάσουν τους είκοσι. Γι' αυτό ο χορός αυτός τελικά απαγορεύτηκε.
Άλλος χορός που αναφέρεται είναι ο «Βλάχικος». Είναι αργός και απαιτεί μεγάλη ακρίβεια βηματισμών. Οι χορευτές, συνήθως ολιγάριθμοι,πιάνονται από το χέρι σε απόσταση ο ένας από τον άλλο. Όλες όλες οι κινήσεις είναι να χτυπούν τα πόδια στο χώμα, γυρίζοντας δεξιά όταν χτυπούν το αριστερό πόδι και αριστερά όταν χτυπούν το δεξί. Χτυπούν επίσης ρυθμικά τα χέρια. Είναι χορός βακχικός που συνδέεται με τον τρύγο και δεν μοιάζει με κανέναν άλλον ελληνικό χορό.
Η MadameChenier συμπληρώνει με την περιγραφή ενός ακόμη χορού, του «Ιωνικού», που χορεύεται από ζευγάρια πιασμένα μπράτσο με μπράτσο. Πρώτος μπαίνει ο γαμπρός, που προσφέρει το δεξί του χέρι στην νύφη κρατώντας ένα μαντήλι κι εκείνη ακουμπά το αριστερό της στη ζώνη, ενώ την υποβαστάζει από το μπράτσο η παράνυφη. Ακολουθούν τα ζεύγη κατά βαθμό συγγενείας. Κάνουν μερικά βήματα στην σάλα και μετά σταματούν. Ο γαμπρός όμως και η νύφη μαζί με την παρανύφη συνεχίζουν τον χορό με ζωηράδα. Η νύφη με κατεβασμένα μάτια κάνει μικρά βηματάκια. Κρατάει από το μαντήλι τον γαμπρό και δεν τολμά να τον αντικρύσει. Εκείνος, ανυπόμονος να πιάσει το χέρι της, χορεύει ρυθμικά και κάθε τόσο γονατίζει μπροστά της εκφραστικά. Τελικά η παρανύφη αποσύρεται κι ο χορός ξαναγίνεται ζευγαρωτός όλο ζωηράδα και ευθυμία.
Για τον Guys, ο «Πυρρίχιος» είναι ο χορός - μονομαχία που εκτελούν υπό τους ήχους φλογέρας Τούρκοι και Θράκες πηδώντας ελαφρά με εκπληκτική ταχύτητα και ευκινησία, κρατώντας ασπίδες και μαχαίρια. Οι υπόδουλοι Έλληνες δεν τον χορεύουν, διατηρούνται όμως ίχνη σε περιοχές με σχετική αυτονομία όπως η Μάνη, ο Μυστράς και τα Σφακιά.
Μεταφέρουμε με λεπτομέρεια τις περιγραφές αυτές, τόσο γιατί είναι χαρακτηριστικές και χρήσιμες, όσο γιατί από αυτές ξεκίνησε μια αντιμετώπιση του ελληνικού χορού που φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Πρώτα απ' όλα δεσπόζει η προσπάθεια να ταυτιστούν οι παραδοσιακοί χοροί με τους χορούς των Αρχαίων Ελλήνων. Οι κοπέλες που κρατιώνται με μαντήλια φέρνουν στην φαντασία των περιηγητών τον μίτο της Αριάνδης. Κάθε χορός με μαχαίρια ή με απότομες κινήσεις είναι σίγουρα ο «Πυρρίχιος», οι λάγνοι χοροί με άσεμνες κινήσεις είναι η «Ιωνία όρχησις», ενώ τα βαριά βήματα προέρχονται από το πάτημα των σταφυλιών άρα τον «Επιλήνιο».
Αλλο χαρακτηριστικό είναι η πεποίθηση ότι υπάρχουν κάποιοι πανελλήνιοι χοροί, τότε έλεγαν για τον «Ρωμαίικο» και τον «Αρναούτικο», τώρα μας λένε για τον Καλαματιανό και τον Τσάμικο. Για τους ξένους της εποχής εκείνης ήταν βέβαια φυσικό να φαίνονται όμοιοι όλοι οι χοροί που έβλεπαν να χορεύονται από Έλληνες. Όταν η υποτιθέμενη αρχαιοπρέπεια δεν τους γοητεύει, βρίσκουν τους μεν χορούς ανιαρούς, την δε μουσική απελπιστικά κακόφωνη, πράγμα φυσικό για ανθρώπους με τόσο μακρινή προέλευση και παιδεία. Σήμερα όμως δε θα έπρεπε να διαιωνίζεται αυτή η παρεξήγηση, όταν είναι προφανές ότι οι λεγόμενοι «πανελλήνιοι χοροί» δεν είναι πάρα οι χοροί της Παλιάς Ελλάδας, τους οποίους οι κρατικοί υπάλληλοι μεταφύτευσαν στις περιοχές που απελευθερώθηκαν αργότερα.
Η τρίτη παρεξήγηση από τις διηγήσεις των περιηγητών, κι αυτή συνεχιζόμενη από τους Έλληνες, αφορά την αντιμετώπιση του χορού σανθέαμα, σαν παράσταση στραμμένη προς τους γύρω. Η προσοχή στρέφεται κυρίως στους σχηματισμούς: γραμμές, λαβύρινθους (κατ' ευθείαν προερχόμενους από τον Θησέα!), ζευγάρια και περάσματα. Η έμφαση στους σχηματισμούς (floorpatterns) δόθηκε στην Δυτική Ευρώπη όταν ο χορός πέρασε στα σαλόνια των ευγενών αλλάζοντας λειτουργικότητα. Στην Ελλάδα όμως οι χοροί έμειναν στις πλατείες και στις αυλές του χωριού και της γειτονιάς, γι' αυτό μέχρι σήμερα οι σχηματισμοί σ' αυτούς έχουν δευτερεύουσα σημασία.
Όσο για τους λαβύρινθους, απαντώνται σε πολλούς άλλους λαούς οι οποίοι μάλλον δεν έλκουν την καταγωγή τους από τους αρχαίους Έλληνες. Ο πρωτοχορευτής που σέρνει μια μακριά σειρά χορευτών σε περιορισμένο χώρο δεν έχει άλλη επιλογή από το να κινηθεί προς το εσωτερικό του κύκλου. Σχηματίζονται έτσι δίπλες ή καγκέλια ή κάτια, κατά τις τοπικές ονομασίες. Το χωριό καμαρώνει όταν ο χορός του είναι τρίδιπλος ή τετράδιπλος, σημαίνει ότι είναι πολυάνθρωπο και δυνατό γιατί η δύναμη ενός χωριού μετριέται με τους ανθρώπους του. Ο λαβύρινθος του Θησέα βρίσκεται στο μυαλό των φιλολογούντων, όχι των χωρικών.