|
Κείμενο : Νέο Μοναστήρι Θεσσαλιώτιδας (συνέχεια) |
Πηγή : /P041-05 , Ευρετήριο : O-AF273D12 |
Νίκος Καλτσονούδης (Μαρία Μωραΐτου: Επιμέλεια Κειμένου) Νέο Μοναστήρι Θεσσαλιώτιδας (συνέχεια) Καλτσονούδης Νίκος (Μωραΐτου, Μαρία: επιμέλεια): "Νέο Μοναστήρι Θεσσαλιώτιδας (συνέχεια)", Παράδοση και Τέχνη 041, σελ. 8-12, Αθήνα, Δ.Ο.Λ.Τ., Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1998. Νέο Μοναστήρι Θεσσαλιώτιδας (συνέχεια) Το Νέο Μοναστήρι Δομοκού σε λίγο θα αποτελεί πρωτεύουσα του Δήμου Θεσσαλιώτιδας. Η ζωή και η παράδοση που μεταφέρθηκαν εκεί 70 χρόνια πριν από εκατοντάδες χιλιόμετρα μακρυά κάτω από τις δύσκολες συνθήκες εκείνων των χρόνων, ρίζωσαν εκεί και τράνωσαν. Το σημερινό Νέο Μοναστήρι χτίστηκε μερικά χιλιόμετρα πιο πέρα αφού ισοπεδώθηκε από το σεισμό του 1954. Δεν είναι πια τόσο έντονες οι μνήμες της γενιάς των μεταναστών από το Μεγάλο Μοναστήρι της Βόρειας Θράκης, τους άνδρες με τα πουτούρια και τις γυναίκες με τις τσούκνες (αντρική και γυναικεία τοπική φορεσιά, αντίστοιχα). Είναι όμως ζωντανό το γλωσσικό μοναστηριώτικο ιδίωμα. Τα έθιμα αναβιώνουν, τα τραγούδια και τα τοπικά όργανα δεν σταμάτησαν ποτέ ν' ακούγονται και οι χοροί χορεύονται με κάθε ευκαιρία. Οι Μοναστηριώτες δεν πτοήθηκαν ούτε από την προσφυγιά, ούτε από τη δουλειά που χρειάστηκε για να ξανασταθούν στα πόδια τους. Δεν λογάριαζαν την κούραση, πάντα έβρισκαν χρόνο για πανηγύρια, για τις καμήλες, τους ντιβιτζήδες, το κουρμπάνι, τη ρουμπάνα. Ηταν ένας τρόπος να θυμηθούν τα παλιά, να μη νοιώθουν την ξενητειά, να παρηγοριούνται ότι κάποια πράγματα έμειναν όπως πριν. Τα πανηγύρια στο Μεγάλο Μοναστήρι είχαν σαν επίκεντρο κάποια θρησκευτική γιορτή και άμεση σχέση με την εποχή του έτους, που και αυτό πάλι είχε σχέση με την απασχόληση τους, τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Τα πιο σπουδαία ήταν οι καμήλες την Πρωτοχρονιά, το πανηγύρι του Αη-Τρύφωνα, η ρουμπάνα το Σάββατο του Λαζάρου, το πανηγύρι του Αγίου Γεωργίου που ήταν και πολιούχος του χωριού, το αντάμωμα ή κουμπάνι (θυσία) της Αγίας Τριάδας, που παλιότερα γίνονταν στον Αη-θανάση τη Δευτέρα του Πάσχα. Στόμα με στόμα έφτασε μέχρι τις μέρες μας η ανάμνηση ενός ελαφιού που μια χρονιά, μετά από 7 χρόνια που το χαλάζι κατέστρεφε τη σοδειά, παρουσιάστηκε μετά τη λειτουργία σταλμένο από τον Αγιο Αθανάσιο. Οι Μοναστηριώτες το έπιασαν και το πρόσφεραν θυσία στο Θεό. Από τότε άρχισε να γίνεται το πανηγύρι και το κουρμπάνι. Στη θέση του ελαφιού έβαζαν ένα μεγάλο δαμάλι ή ταύρο αγορασμένο από το εκκλησιαστικό συμβούλιο. Στην ουσία η προσφορά προερχόταν από όλους τους χωριανούς, αφού το εκκλησιαστικό συμβούλιο συγκέντρωνε χρήματα από τα σιτάρια που μάζευαν από όλο το χωριό μετά από τα αλώνια. Το ζώο το έσφαζαν μετά από ορισμένη τελετή, το έβραζαν σε 12 καζάνια - παραπέμπει στους 12 μαθητές του Ιησού - και το σερβίριζαν με μπληγούρι. Μετά το τέλος της λειτουργίας οι ιερείς ευλογούσαν το κρέας και τα φαγητά που είχε κάθε οικογένεια, και όλοι οι χωρικοί κατά σόγια χωρίς διακρίσεις κάθονταν σε κοινό τραπέζι (αντάμωμα). Μετά το φαγητό ακολουθούσε ο χορός. Με τραγούδια αφιερωμένα στην ημέρα και στο πανηγύρι κατέβαιναν στο χωριό, όπου στην πλατεία συνεχίζονταν το γλέντι. Μια συνήθεια των Μοναστηριωτών είναι να αλλάζουν τόπο διασκέδασης ή να μετακινούνται από τον τόπο του φαγητού στον τόπο του χορού, χορεύοντας το Μπογντάνου. Ο Μπογντάνους είναι χορός που πάει όλο μπροστά και έχει 12 βήματα. Οι χορευτές έχουν το σώμα ελαφρά στραμμένο προς τα εκεί που θα κατευθυνθεί ο χορός. Κρατιούνται με τα χέρια λυγισμένα στους αγκώνες. Ξεκινάμε με το δεξί πόδι προς τα εμπρός και δεξιά, χωρίς να μπαίνουμε πολύ μέσα στον κύκλο, αριστερό πόδι επίσης προς τα εμπρός, σβαρνιστά στο 2, πατάμε με το αριστερό στο 3 με το δεξί προς τα εμπρός δεξιά, δεν πατάμε με το αριστερό στο 4 αλλά με το ίδιο πόδι, το δεξί, κάνουμε πίσω (5). Συνεχίζουμε προς τα πίσω με το αριστερό πόδι, πατάμε στο 6, και το ίδιο μοτίβο συνεχίζεται πάλι με το δεξί πόδι για άλλο ένα ίδιο 6άρι. Μιλήσαμε για 12 βήματα μόνο και μόνο γιατί ο χορός γεμίζει μουσικά στους 12 χρόνους. Πατάμε στα 1, 3, 5, 6, 7, 9, 11, 12, σβαρνιστά στα 2 και 8, δεν πατάμε στα 4 και 10. Οταν ο μουσικός παίζει έντονα, οι χορευτές τον χορεύουν συγκαθιστό, κι όταν τραγουδάει τον χορεύουν στρωτά και ήρεμα. Ο χορός έχει πάρει το όνομα του από το βουνό Μπουγντάνου που υπάρχει κοντά στο Μεγάλο Μοναστήρι. Εκτός από το ομώνυμο τραγούδι με αναφορά στο βουνό, ο χορός συνοδεύεται και από άλλα τραγούδια, που πολλές φορές είναι επίκαιρα και ειδικά για κάποιο συγκεκριμένο πανηγύρι (στη ρουμπάνα, στου Αγίου Τρύφωνα κλπ.). Ενα από αυτά, που τραγουδιόταν ανεξάρτητα από την περίσταση, είναι το παρακάτω: Μωρέ Μαρώ Μαρώ,/ Ντήμου Ντελή Ντήμου Καραμπονα-ριώτ'σα,/ Ντήμου Ντελή Ντήμου και Καραστριμιώτ'σα/ ψεν τ' αργά εδιάφ'κα/ 'που τ' μπουμπά τις πόρτες./ Είδα τον μπου-μπάκο μ' 'ν αυλή τριγυρούσεν/ τ' Μάρω μοιρογούσεν. Μωρέ Μάρω,/ Μάρω μ' εννιά τσούκνες,/ Μάρω μ' ούλες μπιαλκου-μένις/ εννιά π'κάμ'σα Μάρω όλα σράνια,/ Μάρω μ' εννιά ζ'νάρια,/ Μάρω όλα μουκαντέινα εννιά πιστερκίτσις/ όλες τα φεγγάρια./ Ποιος θα τα βαστήξει ποιος θα τα ξεσκίσει./ Αδερφή έχω μικρότερη αυτή θα τα βαστήξει/ αυτή θα τα ξεσκίσει./ (μετά τον κάθε στίχο επαναλαμβάνεται το: Ντήμου Ντελή Ντήμου) ψεν=χθες, μπουμπάς=πατέρας, μπιαλκουμένις=τσούνες κεντημένες στον ποδόγυρο, σράνια=ρούχα, μουκαντέινα=μάλλινα χρωματιστά ζωνάρια σε σκούρα χρώματα (μαύρο, κόκκινο, μπλε, καφέ), πιστερκίτσις=ποδίτσες. Ο Μπουγντάνος και η Μηλίσου ήταν καθαρά μοναστη-ριώτικοι χοροί. Ο Μπουγντάνος ήταν το σύνθημα της αναχώρησης και η Μηλίσου ήταν προειδοποίηση για στάση στον καινούργιο χώρο διασκέδασης, γιατί η Μηλίσου έχει ίδιο αριθμό βημάτων εμπρός και πίσω, ενώ στο τέλος του χορού ο κάθε χορευτής βρίσκεται εκεί από όπου ξεκίνησε. Ο χορός πήρε την ονομασία από το ομώνυμο τραγούδι: Μωρ' Μηλίσου Μηλίσου, μωρ' Μηλίσου Μηλίσου/ πώς κοιμάσι μοναχή, πώς κοιμάσι μοναχή,/ δεν κοιμούμι μοναχή, δεν κοι-μούμι μοναχή,/ έχουν σπίτι και αυλή, έχουν σπίτι και αυλή. Μωρ' Μηλίσου Μηλίσου, μωρ' Μηλίσου Μηλίσου,/ πώς κοιμάσι μοναχή, πώς κοιμάσι μοναχή,/ δεν κοιμούμι μαναχή, δεν κοιμούμι μοναχή,/ έχου μάνα κι αδερφή, έχου μάνα κι αδερφή. Μωρ' Μηλίσου Μηλίσου, μωρ' Μηλίσου Μηλίσου/ πώς κοιμάσι μαναχή, πώς κοιμάσι μοναχή,/ δεν κοιμούμι μοναχή, δεν κοιμουμι μοναχή,/ έχουν άντρα γαϊτατζή και μπασιάκου φιουρτζή. Μωρ' Μηλίσου Μηλίσου, μωρ' Μηλίσου Μηλίσου/ σ' αϊ-γαπούσα 'που κρυφά, σ' αϊγαπούσα 'που κρυφά,/ Μ' α'ι'γα-πούσις 'που κρυφά, μ' αϊγαπούσις 'που κρυφά/ τώρα έχουν τα παιδιά, τώρα έχουν τα παιδιά,/ τώρα έχουν τα παιδιά, τώρα έχουν τα παιδιά,/ ειν' τα σπίτια μας 'ειτουνιά,/ ειν' ία σπίτια μας 'ειτουνιά. Μηλίσω=γυναικείο όνομα, μπασιάκους=κουνιάδος, φι-ουρτζής=αυτός που παίζει φλογέρα. Για τη Μηλίσου, στεκόμαστε με την πλάτη ελαφρώς γυρισμένη προς τη φορά του χορού, βλέπουμε δηλαδή προς τον κύκλο. Ξεκινάμε με το δεξί πόδι και κάνουμε 5 βήματα πίσω και δεξιά. Στο 6ο βήμα, με το αριστερό πόδι, μπαίνουμε σβαρνιστά προς τα μέσα και εμπρός, κάνοντας άλλα 5 βήματα. Κλείνουμε το ΙΟαρι με το αριστερό πόδι και φεύγουμε πίσω αριστερά με το αριστερό πάλι πόδι, κάνοντας άλλα 5 βήματα. Το 6ο τώρα βήμα γίνεται με το δεξί πόδι προς τα μέσα και εμπρός. Εχοντας κλείσει αυτό το ΙΟαρι με το δεξί πόδι ξεκινάμε πάλι από την αρχή με δεξί πόδι, προς τα πίσω δεξιά. Τα βήματα 6 έως 10 γίνονται σβαρνιστά προς τα εμπρός. Ο χορός δείχνει να κινείται νοητά σε ένα σχήμα σαν παπιγιόν. Οταν η μουσική γίνεται γρήγορη, ζωηρεύει και ο χορός. Τα βήματα 1 και 3 γίνονται με ελαφρό σκίρτημα και τα βήματα 6 εώς 10 χορεύονται συγκαθισιός. Το κουρμπάνι ή αντάμωμα ήταν το τελευταίο πανηγύρι πριν το καλοκαίρι, οπότε ξεκινούσαν οι αγροτικές εργασίες: ίο θέρος, το αλώνισμα, το λίχνισμα, το καθάρισμα του καλαμποκιού, κ. α. Το καλοκαίρι πέρναγε με τις "σιντιάνκες", τα νυχτέρια από σπίτι σε σπίτι. Μαζεύονταν οι γυναίκες σε ένα σπίτι κάθε φορά και βοηθούσαν όλες μαζί στις αγροτικές δουλειές, κυρίως στο καθάρισμα του καλαμποκιού, το ανάγρεμα (καθάρισμα) του μαλλιού, το λανάρισμα και το γνέσιμο. Τα κορίτσια δούλευαν τραγουδώντας και λέγοντας ιστορίες και αστεία. Τ' αγόρια μαζεύονταν κι αυτά εκεί. Ετσι πλέκονταν οι καινούργιες αγάπες, ανάμεσα στα φύλλα από τα καλαμπόκια, κάτω από το φως του καλοκαιρινού δειλινού. Πέρα από αυτό, η "σιντιάνκα" και η "μίντζια" (προσφέρονταν και φίλεμα, κέρασμα από το νοικοκύρη) ήταν ένας τρόπος οργάνωσης των θερινών εργασιών με αλληλοβοήθεια. Ολο το χωριό μαζεύονταν από σπίτι σε σπίτι και έκαναν όλοι μαζί τις δουλειές αυτές αμισθί, έτσι ώστε ούτε κάθε οικογένεια ν' απασχολείται για μεγάλο χρονικό διάστημα να τις τακτοποιήσει, ούτε να είναι υποχρεωμένη να πληρώσει, αν δεν είχε αρκετά μέλη ως εργατικά χέρια. Παρόμοιο σύστημα χρησιμοποιούσαν για την κτηνογραφία. Επειδή η κύρια απασχόληση τους ήταν η γεωργία, μάζευαν τα ζώα τους και τα ένωναν σε κοπάδια, και με δημοπρασία διόριζαν βοσκούς για τα βόδια, τα βουβάλια, τα άλογα και τα γουρούνια. Αυτοί αναλάμβαναν να τα παίρνουν κάθε μέρα από ένα ορισμένο σημείο συγκέντρωσης και να τα οδηγούν για βοσκή στα κοινόχρηστα βοσκοτόπια και στα θερισμένα ιδιόκτητα κτήματα, και να τα επιστρέφουν στο προκαθορισμένο μέρος κάθε βράδυ για να τα πάρουν οι ιδιοκτήτες, να τα αρμέξουν και να τα σταβλίσουν. Μ' αυτό τον τρόπο, οι ιδιοκτήτες είχαν το χρόνο να απασχοληθούν στα κτήματα τους το καλοκαίρι που οι δουλειές ήταν πολλές και αποφεύγονταν και οι διαμάχες για τα βοσκοτόπια. Τα πρόβατα πάλι τα είχαν σε κοινά κοπάδια από του Αγίου Γεωργίου μέχρι του Αγίου Δημητρίου συνεχώς. Οι βοσκοί δεν ήταν υπεύθυνοι μόνο να τα βοσκήσουν αλλά και να τα αρμέξουν και να δώσουν το γάλα στους ιδιοκτήτες. Η ποσότητα του γάλακτος που δίνονταν στον καθένα ήταν ανάλογη με τον αριθμό των προβάτων του καθενός και με το γαλομέτρημα, που βασιζόταν στην απόδοση του κάθε ζώου. Μετά του Αγίου Δημητρίου που οι αγροτικές απαιτήσεις ήταν λιγότερες, τη φροντίδα των προβάτων αναλάμβαναν πάλι οι ιδιοκτήτες τους. Βοσκοί συνήθως αναλάμβαναν αυτοί που δεν είχαν πολλά κτήματα και συμπλήρωναν με τον τρόπο αυτό το εισόδημα τους. Κατά συνέπεια, το να είναι κανείς βοσκός θεωρείτο υποτιμητικό. Οι βοσκοί εξασκούνταν στη φλογέρα και τη γκάιντα, όχι μόνο για να περάσουν την ώρα τους αλλά και για να τελειοποιήσουν το παίξιμο τους. Οι μουσικοί κι εδώ δεν ήταν επαγγελματίες, αλλά όπως συνήθως αγρότες και κτηνοτρόφοι με κάποιες διαφορετικές ευαισθησίες. Αλλοι, που δεν είχαν μουσικές ανησυχίες, έβρισκαν την ευκαιρία να ψάξουν για τα κατάλληλα ξύλα (ελαστικά μα και στέρεα) για να φτιάξουν τις "καμήλες", ή τις κατάλληλες ρίζες από πουρνάρια για να σκαλίσουν τα τοπούζια (ρόπαλα των ντιβιτζήδων). Πίσω στα χωράφια οι γεωργοί συνέχιζαν τις καλοκαιρινές δουλειές με συλλογικότητα και ένταση, προκειμένου να προλάβουν να τις τελειώσουν πριν τα πρωτοβρόχια. Εψαχναν λοιπόν τους κατάλληλους τρόπους να συντονίσουν τη δουλειά για να πετύχουν ταχύτητα και συστηματικότητα. Ετσι οι Μοναστηριακές και γενικότερα οι Βορειοθρακιώτες, εφάρμοζαν ένα πρωτότυπο σύστημα για τη μεταφορά των δεμάτων με τα θερισμένα δημητριακά από τα χωράφια στα κοινοτικά αλώνια. Με την τοποθέτηση του πίρου στην κατάλληλη θέση του άξονα (αφαλός) που συνέδεε τα δυο μέρη του κάρου, μάκραιναν την απόσταση των μπροστινών τροχών από τους πίσω, προσάρμοζαν ενδιάμεσα τις δεματόσκαλες (πήραν το όνομα τους από τα δεμάτια) αφού αφαιρούσαν τις κανονικές παραπέτες (προστατευτικά πλαϊνά μέρη του κάρου). Αυξάνονταν έτσι η μεταφορική ικανότητα κάθε κάρου κάνοντας δυνατή τη μεταφορά 70 περίπου δεμάτων τη φορά, ενώ στην κανονική του μορφή το κάρο θα χώραγε μόνο 30. Για να είναι δυνατή η μεταφορά των δεμάτων, αυτά έπρεπε να είναι ομοιόμορφα σε βάρος, μέγεθος και σχήμα. Το δέσιμο γινόταν από βρεγμένη καλαμιά από το ίδιο το δημητριακό (διματικός) και χρειαζόταν ειδική τεχνική στο δέσιμο για γίνει ένα καλό χειρόβολο κι ένα δεμάτι ομοιόμορφο με τα άλλα. Τα δεμάτια μεταφέρονταν και στοιβάζονταν σε ντιγκουρτζίνια (μικροί σωροί), που σιγά - σιγά μορφοποιούνταν σε θημωνιές χτισμένες με τέχνη σαν σπίτια με σκεπή, θα έμεναν έτσι ίσως 1 ή 2 μήνες μέχρι ν' αλωνίσουν τον καρπό. Επρεπε λοιπόν να προφυλαχθούν από το σάπισμα που πιθανόν να προκαλούσαν οι ξαφνικές καλοκαιρινές μπόρες. Κι όταν όλα κόντευαν να σωριαστούν, έμοιαζε σαν να είχε φυτρώσει ξαφνικά ένας νέος οικισμός δίπλα στο χωριό. Γα ιστορικά στοιχεία όπως και στο προηγούμενο άρθρο αντλήθηκαν από το βιβλίο του Μόσχου Χρ. Τερζίδη "Οι Μοναστηριώτες Ανατολικής Ρωμυλίας", Αθήνα 1980. Μ. Μωραΐτη και Ν. Καλτσονούδης ******************************************* ***************************************** PAR041 Kaltsonoudis03GR.doc |