|
Κείμενο : Κουβέντες ενός χτίστη |
Πηγή : /P051-09 , Ευρετήριο : O-78EAE0CC |
Αθανάσιος Στεργιούλας Κουβέντες ενός χτίστη Στεργιούλας, Αθανάσιος: "Κουβέντες ενός χτίστη", Παράδοση και Τέχνη 051, σελ. 14-15, Αθήνα, Δ.Ο.Λ.Τ., Μάϊος-Ιούνιος 2000. (Κατερίνη, Χριστούγεννα 1999, εφημερίδα "Το καταφύγι", Δεκέμβριος 1999). Κουβέντες ενός χτίστη Ο Αθανάσιος Στεργιούλας είναι γέννημα θρέμμα Καταφυγιώτης, γιος του μπάρμπα-Δυσσέα. Εργάστηκε στην αρχή ως υλοτόμος, συνοδεύοντας τον πατέρα του στα ταξίδια σ' ολόκληρη την Ελλάδα. Οταν ήρθαν στην Κατερίνη μετά την καταστροφή του Καταφυγίου, εργάστηκε ως μαραγκός-χτίστης. Είχε δικό του συνεργείο. - Υπήρχαν πολλοί χτίστες στο χωριό; - Μαστόρους Καταφιώτες δεν είχαμε πολλούς, οι περισσότεροι ήταν υλοτόμοι. Από αυτούς που θυμάμαι ήταν ο Βασίλης Βέργος, ο Τσέλιος Μπλιόνας και ο Μικόλαος Βλαχοδήμος. Συνήθως έρχονταν Αρβανίτες, Σκουλαριώτες και φυσικά Βελβεντινοί. - Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ποια ήταν τα υλικά που χρησιμοποιούσαν; - Πρώτα απ' όλα ασβέστη. Για να είναι όμως έτοιμος όταν τον ήθελαν, έπρεπε ν' αργάσει, όπως χαραστηριστικά έλεγαν. Γι' αυτόν τον λόγο έσκαβαν μια γούρνα στο μπαχτσέ με διαστάσεις 1 μ. φάρδος και 1,50 μ. μάκρος και 1μ. βάθος. Αφού τη γέμιζαν με νερό, έριχναν μέσα λίγο-λίγο όλο τον ασβέστη, που τον είχανε πάρει σε πέτρα, για να λιώσει ώσπου να γίνει αλοιφή. Στη συνέχεια, αφού βέβαια είχε παγώσει, τον σκέπαζαν με σανίδια πρώτα και κατόπιν με χώμα. Ετσι θα ήταν έτοιμος ως την επόμενη χρονιά που θα τον μεταχειριζόταν. Ενα άλλο υλικό που χρησιμοποιούσαν ήταν οι πέτρες. Τις κουβαλούσαν από τα γύρω μέρη του χωριού με τα ζώα, τα μουλάρια και τα γομάρια. Τις πλάκες που χρειάζονταν για την κάλυψη της σκεπής, τις έφερναν από την Σεμέλη, μια τοποθεσία κοντά στο Σαμάρι (κορυφή των Πιερίων). Τον απαραίτητο άμμο κουβαλούσαν από το Μέγα Λάκκο και από άλλους διάφορους λάκκους κοντά στο χωριό. Τον φόρτωναν στα ζώα σε ξύλινα κοφίνια, τα οποία είχαν στο κάτω μέρος πορτάκι για να αδειάζουν από εκεί εύκολα τον άμμο. Τέλος, πήγαιναν στο δάσος, που ήταν κοντά τότε, έκοβαν ξύλα σε διάφορα μεγέθη και τα σχίζανε σε ποικίλες διαστάσεις. Και αυτή η εργασία γινόταν ένα ή δύο χρόνια νωρίτερα ώστε να είναι ξερά όταν θα τα χρησιμοποιούσαν. Αυτές οι προετοιμασίες γίνονταν από τους νοικοκύρηδες με την βοήθεια των ολοπρόθυμων γειτόνων. - Μετά τη συγκέντρωση των υλικών, οι χτίστες αναλαμβάνουν δράση. Ποια είναι η πρώτη τους ενέργεια; - Ξεκινούν από το σκάψιμο των θεμελίων. Οι διαστάσεις των σπιτιών ήταν περίπου 8 Χ 9 μέτρα. Αφού ετοίμαζαν τα θεμέλια, για ν' αναφέρουμε και τα έθιμά μας, ο νοικοκύρης έφερνε τον παπά για να διαβάσει τον αγιασμό. Εβαζαν μια πέτρα στην ανατολική γωνία και πάνω της σκάλιζαν το σχήμα του σταυρού. Αυτή η πέτρα αποτελούσε τον θεμέλιο λίθο. Μετά από αυτό ο νοικοκύρης έδινε έναν κόκορα να σφάξει ο πρωτομάστορας μέσα στα θεμέλια. Ο κόκορας αυτός θα ήταν και το γεύμα των μαστόρων μετά τον αγιασμό. - Ποιο ήταν το επόμενο στάδιο εργασιών; - Στη συνέχεια χτίζανε τα ντουβάρια. Αυτά είχαν 50 ή 60 πόντους φάρδος. Πολλά ήταν ασβεστόκτιστα, ορισμένα όμως ήταν με χώμα (λάσπη). Ανά ένα μέτρο έβαζαν ξύλινα ζωνάρια για να δένουν τα ντουβάρια - αντί για τσιμέντο με σίδερα που βάζουν σήμερα. Αυτά ήταν πεύκινα από δαδί, για να μην σαπίζουν ποτέ. Τα παράθυρα είχαν φάρδος 60-70 εκατοστά και ύψος 1 μέτρο, με διπλό τζαμλίκι και εξωτερικά ξύλινα πανάρια (παντζούρια). - Κατά τον ίδιο τρόπο χτίζανε και τα εσωτερικά ντουβάρια; - Οχι όλα. Μόνο ένα ή δύο κεντρικά για να πατήσουν τα πατόξυλα. Τα υπόλοιπα χωρίσματα τα κάνανε με καδρόνια και πυκνά καρφωμένες τσίτες (στενά σανιδάκια). Στη συνέχεια τα σοβάτιζαν με λάσπη ανακατεμένη με άχυρο. Αυτά ονομάζονταν τσατμάδες. - Τι ήταν τα πατόξυλα; - Ηταν πελεκημένοι ή σχισμένοι κορμοί δέντρων επάνω στους οποίους κάρφωναν το πάτωμα του πάνω ορόφου. - Αφού ολοκλήρωναν τον κάτω όροφο τι ακολουθούσε; - Χτίζανε τα ντουβάρια του επάνω ορόφου κατά τον ίδιο τρόπο και κατόπιν βάζανε τις γριντιές ή αλλιώς νταβανόξυλα. Επειτα κάνανε το σκελετό της σκεπής και σανίδωναν εξωτερικά με σανίδια για να κρατούν τις πλάκες με την λάσπη. Αφου ολοκλήρωναν το κάρφωμα έβαζαν έναν ξύλινο σταυρό στην κορυφή με ένα στεφάνι από λουλούδια. Οι συγγενείς και οι γείτονες έφερναν δώρα (π'κάμισα, σ'κφούνια και πισκίρια) για τους μαστόρους, τα οποία κρεμούσαν στον σταυρό. Ο πρωτομάστορας κάθε φορά που ερχόταν ένα δώρο φώναζε "Καλωσόρ'σην του δώρου του κυρ...Να ζήσης χίλια χρόνια" και άλλες πολλές καλές ευχές. Τότε όλοι μαζί χτυπούσαν τα σκεπάρια στα σανίδια για να τους ακούσει το χωριό. Μετά από όλα αυτά έβαζαν τις πλάκες, αρχίζοντας από κάτω προς τα πάνω, τις οποίες στερέωναν με λάσπη και ιδιαίτερη τέχνη για να μη μπαίνει μέσα το νερό. - Πέστε μας και λίγα λόγια για την διαρίθμηση του σπιτιού. - Το σχέδιο είχε ως εξής: Εξωτερικά υπήρχε η αυλή, ο μπαχτσές και οι βοηθητικοί χώροι: τουαλέτα, καλύβια, αποθήκες. Η αυλή ήταν φραγμένη με ξύλινα παλούκια, διπλάρια και φράχτες. Με ένα σκαλί ανέβαιναν στο χαγιάτι, το οποίο ήταν στρωμένο με χοντρές πλάκες και αρμούς τους οποίους άλειφαν οι νοικοκυρές με ασβέστη (τα λεγόμενα ζουρζούργια). Αμέσως μετά ήταν η εξώπορτα, δίφυλλη, με χοντρά σανίδια καρφωμένα με γύφτικα καρφιά. Εσωτερικά ασφάλιζε με δύο μεταλλικά μάνταλα ή με ένα χοντρό οριζόντιο ξύλο που το λέγανε στύλο. Αυτόν το στύλο έβαζαν το βράδυ σε δύο εσοχές του τοίχου δεξιά και αριστερά για να μην ανοίγει από έξω. Μόλις άνοιγε η πόρτα έμπαινες στο μ'σοχώρι (χωλ) που το δάπεδο ήταν στρωμένο και αλειμμένο με ένα ειδικό χώμα από τον Πιπερά (τοποθεσία). Από το μ'σοχώρι δεξιά έμπαινες στο μεγάλο δωμάτιο που το λέγανε σόμπα (καθημερινό) και εκεί είχαν το τζάκι και δύο κρεβάτια. Στο ένα κοιμούνταν το αντρόγυνο και στο άλλο τα μικρά παιδιά και το μωρό στην σαρμάντζα (κούνια). Δίπλα ήταν το κελάρι (κουζίνα) που είχε τον νιπτήρα, το στριφτάρι και το φανάρι για φύλαξη των φαγητών. Στον ίδιο χώρο είχαν το αμπάρι με το αλεύρι και τα ψωμιά. Από το μ'σοχώρι ξεκινούσε ξύλινη σκάλα με κάγκελα για τον επάνω όροφο. Κάτω από την σκάλα υπήρχε χώρος για τα βαένια και την κάδη που πατούσαν τα σταφύλια, δίπλα υπήρχε πόρτα που οδηγούσε στο πλυσταριό. Στο πλυσταριό υπήρχε το καμίνι, η πλύστρα, ο φούρνος και μια βοηθητική πόρτα προς τον κήπο. Στον επάνω όροφο υπήρχε πλατύσκαλο που γύριζε σε Γ και υπήρχαν τρία δωμάτια, δύο μικρά και ένα μεγάλο. Το μεγάλο χρησιμοποιούνταν σαν σαλόνι αλλά και σαν υπνοδωμάτιο για τα μεγάλα παιδιά. - Ολα τα σπίτια είχαν το ίδιο σχέδιο; - Οχι, υπήρχαν και σπίτια με έναν όροφο αλλά υπερυψωμένο. Για να ανεβούν είχαν εξωτερικά κεντρική σκάλα με περίπου 10 σκαλιά (σώζονται ακόμη μερικές στο χωριό). Ανεβαίνοντας έμπαινες σε ένα χωλ-σαλόνι και από κει δεξιά-αριστερά υπήρχαν τα υπνοδωμάτια και στο βάθος η κουζίνα. Από κάτω υπήρχε το κατώι με τους βοηθητικούς χώρους και τα αχούρια με τα ζώα. Αθανάσιος Στεργιούλας Κατερίνη, Χριστούγεννα 1999 (εφημερίδα "Το καταφύγι", Δεκέμβριος 1999) **************************************************************************** **************************************************************************** PAR51 StergioulasA01GR.doc |