|
Κείμενο : Οι χοροί της Κουτσούφλιανης |
Πηγή : /P063-05 , Ευρετήριο : O-6E4A6B14 |
Ντειτριχ Βολφ & Θεόδωρος Καλ & Γεώργιος Σάρρος Οι χοροί της Κουτσούφλιανης Βολφ, Ντειτριχ & Καλ, Θεόδωρος & Σάρρος, Γεώργιος: "Οι χοροί της Κουτσούφλιανης", Παράδοση και Τέχνη 063, σελ. 10-11, Αθήνα, Δ.Ο.Λ.Τ, Μάϊος-Ιούνιος 2002. Aπό το βιβλίο τους: Κουτσούφλιανη, λαογραφική έρευνα ενός βλάχικου χωριού στην Πίνδο. Θεσσαλονίκη, Αδελφοί Κυριακίδη, 2001. [και στη γερμανική]. Οι χοροί της Κουτσούφλιανης Η γεωγραφική θέση της Κουτσούφλιανης έδωσε τη δυνατότητα στους κατοίκους της να γίνουν δέκτες ποικίλων χορευτικών ρυθμών που συναντώνται και στις γειτονικές γεωγραφικές και πολιτισμικές ενότητες όπως είναι τα Ιωάννινα (Ηπειρος), τα Γρεβενά (Μακεδονία) και τα Τρίκαλα (Θεσσαλία). Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η Κουτσούφλιανη, πέρα από γεωγραφικό σταυροδρόμι, αποτελεί και έναν σπουδαίο πολιτισμικό κόμβο - και συνάμα αντιπροσωπευτικό δείγμα του πολιτισμού όλης της Πίνδου. Ετσι συναντάμε στην Κουτσούφλιανη σχεδόν όλους τους ρυθμούς που υπάρχουν και στην ευρύτερη περιοχή: Καθιστικά: της τάβλας, της ξενητειάς, του γάμου, ιστορικά, κηρατζήδικα, μοιρολόγια. Στα δύο (2/4, 3/4). Στα τρία (3/4, 4/3). Συγκαθιστά (8/8, 8/4, 8/6). Ξεχωριστά (2/4). Τσάμικα (6/8). Συρτά (2/4, 4/4). Μπεράτια (7/8). Δρομικά (διάφοροι ρυθμοί). Οι διατάξεις των χορευτών ποικίλουν ανάλογα με τους ρυθμούς και τα είδη των τραγουδιών. Ετσι λοιπόν στην Κουτσούφλιανη συναντάμε τις παρακάτω χορευτικές διατάξεις και σχήματα: 1.Το διπλοκάγκελο, όπου σχηματίζονται δύο μεγάλοι ομόκεντροι κύκλοι. Στον πρώτο κύκλο, δηλαδή τον εσωτερικό, χορεύουν οι γυναίκες, ενώ στον δεύτερο κύκλο, τον εξωτερικό, χορεύουν οι άντρες. Οι πρώτοι που σέρνουν το χορό πρέπει οπωσδήποτε να είναι συγγενείς και μάλιστα στενοί (συνήθως ζευγάρια). Οι χορευτές μπαίνουν στο χορό κατά σειρά ηλικίας (πρώτα οι μεγαλύτεροι και μετά οι μικρότεροι). Μ' αυτό τον τρόπο χορεύονται οι χοροί Στα Δύο, Στα Τρία, Τσάμικος και Συρτός. Ο Συγκαθιστός, δηλαδή αντικριστός ζευγαρωτός, χορεύεται σε ζευγάρια, άντρας με γυναίκα. Τραγούδια συγκαθιστά είναι τα Τούτι βέρουρλι, Αιντε μωρ' μηλιά, Τ' αηδόνι, Το μαύρο το μαντήλι, Αστα σιάρα νου ντουρνί, Λα πάτρου τσίντσι μάρμαρι, Πάρε τα γκιούμια κι έλα κλπ. Οι Συγκαθιστοί έχουν χαρακτήρα ερωτικό και πολεμικό. Ξεκινούν αργά, ήπια και φτάνουν μέχρι την πλήρη χάλαση. Ο Συγκαθιστός έχει μέτρο 8/4 ή 8/8, με δύο κινητικά μοτίβα, οχτώ κινήσεις συνολικά (τέσσερις κινήσεις στο κάθε μοτίβο). Εντονο χαρακτηριστικό είναι οι άρσεις, που γίνονται πίσω με λυγισμένο το γόνατο κοντά στο ύψος του γόνατου, ανάλογα του αριστερού ή του δεξιού ποδιού στους άντρες (στον 4ο χρόνο του 1ου και 2ου κινητικού μοτίβου). Η απουσία λαβής μεταξύ των χορευτών δίνει την ευκαιρία για αυτοσχεδιασμούς και προσωπικό χρώμα και ύφος. Τα χέρια των ανδρών είναι σε έκταση, ελαφρώς λυγισμένα στους αγκώνες και εκτελούν κινήσεις ανάλαφρες με εκφραστική ροή. Κάνουν στροφές, καθίσματα, πηδήματα, με εκφράσεις στα πρόσωπα που προδίδουν τη βλάχικη λεβεντιά. Οι γυναίκες έχουν συνήθως τα χέρια στη μέση ή το αριστερό στη μέση και το δεξί ελεύθερο σε ανάλαφρες κινήσεις με μαντήλι, κάνουν στροφές και δεν σηκώνουν το πόδι τους σε άρση αλλά χορεύουν στρωτά με τη "μύτη" να ακουμπάει το έδαφος, εκεί που οι άντρες κάνουν άρση. Στο τέλος των συγκαθιστών έχουμε σόλο κλαρίνο από τους οργανοπαίκτες και οι χορευτές φτάνουν στο πλήρες ξεφάντωμα. Κυριαρχούν οι στροφές και οι εκφραστικές κινήσεις των χεριών, που ακολουθούν τη ροή της κίνησης. Υπάρχουν και συγκαθιστά με διαφορετική ρυθμική αγωγή, όπως το Θάλασσα βαρεί την άμμο, το οποίο έχει μέτρο 6/8. 3.Ο ξεχωριστός δίσημος, όπως το Τσιντό ή το Κάρι μπάτι νουάπτια, με μέτρο 2/4, είναι χορός που αποτελείται από έξι χορευτικές κινήσεις, δύο κινητικά μοτίβα με μεγαλύτερη διάρκεια στον τρίτο χρόνο κάθε κινητικού μοτίβου. Ο χορός έχει φορά προς τα δεξιά και χορεύεται αντικριστά ζευγαρωτά ή άλλες φορές σε μεικτό μονό κύκλο (από άντρες και γυναίκες) με φορά πότε προς τα μπρος και πότε προςτα πίσω. Η ρυθμική αγωγή είναι εύθυμη, ζωηρή και επιταχυνόμενη. Οι κινήσεις είναι ζωηρές, στρωτές, το πόδι πατάει με όλο το πέλμα και κυρίως στον τρίτο χρόνο κάθε κινητικού μοτίβου είναι πιο έντονο. Τα παλιά χρόνια, μοναδικός τρόπος εκμάθησης των χορών ήταν η παρατήρηση, από τη μικρότερη ως τη μεγαλύτερη ηλικία. Το ρυθμικό κούνημα του παιδιού στην κούνια με διάφορα νανουρίσματα, ο χορός των μωρών στα χέρια και στα γόνατα των γονιών και η συμμετοχή της γυναίκας σε χορούς με το μωρό αγκαλιά, ήταν τα πρώτα χορευτικά μαθήματα αλλά και βιώματα. Στην ηλικία των 4-5 ετών τα παιδιά μπαίνουν στο τέλος του χορευτικού κύκλου απ' όπου παρατηρούν και μιμούνται τις κινήσεις των μεγάλων και με την πάροδο των ετών αποκτούν ρυθμό και κατανοούν τις χορευτικές κινήσεις. Ετσι ακολουθούν τη χορευτική συμπεριφορά του τόπου (βήματα, πιάσιμο χεριών, παραλλαγές, αποκλίσεις από το ρυθμό, μικροκινήσεις και ταλαντεύσεις) και με την πάροδο του χρόνου πλάθουν το προσωπικό χορευτικό ύφος που είναι προσαρμοσμένο στην σωματική και ψυχική ιδιαιτερότητα του καθενός. Από το βιβλίο Κουτσούφλιανη, λαογραφική έρευνα ενός βλάχικου χωριού στην Πίνδο. Θεσσαλονίκη, Αδελφοί Κυριακίδη, 2001. [και στη γερμανική]. ************************************************* **************************************************** PAR063 Volf&Kal&Sarros01GR.doc |