|
Κείμενο : Η "Πατινάδα" της Κυριακής στην Αγιάσο Λέσβου |
Πηγή : /P021-08 , Ευρετήριο : O-6B2735C3 |
Κατερίνα Σταύρου Η "Πατινάδα" της Κυριακής στν Αγιάσο Λέσβου Σταύρου, Κατερίνα: "Η “Πατινάδα” της Κυριακής στν Αγιάσο Λέσβου", Παράδοση και Τέχνη 021, σελ. 20- 21, Αθήνα, Δ.Ο.Λ.Τ., Μάϊος – Ιούνιος 1995. Η "Πατινάδα" της Κυριακής στν Αγιάσο Λέσβου Οι Αγιασώτες προπολεμικά ήταν εξαιρετικά γλεντζέδες και χορευταράδες. Μουσική και χορός αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής τους πέρα από τις οργανωμένες οικογενειακές και κοινωνικές εκδηλώσεις όπως οι αρραβώνες, οι γάμοι, τα θρησκευτικά πανηγύρια, οι χοροεσπερίδες, τα γλιτώματα της ελιάς. κλπ. Το γλέντι μπορούσε να ξεσπάσει οποιαδήποτε στιγμή αυθόρμητα μεσ'στο καφενείο, με λίγη ρακή και να συνεχιστεί στο δρόμο, στο σπίτι, στους μαχαλάδες του χωριού, μέχρι το πρωϊ. Μια καλή σοδειά, η αγορά ενός μουλαριού, μια καλή εμπορική συναλλαγή αλλά και μόνη η καλή διάθεση της ημέρας ήταν ικανή να προκαλέσει γλέντι τρικούβερτο. Οι μουσικές αντηχούσαν σχεδόν κάθε μέρα στις γειτονιές, όμως η κυρίαρχη χορευτική εκδήλωση ήταν η "πατινάδα" της Κυριακής. "Πατινάδα" εδώ σημαίνει βόλτα, αλλά βόλτα μετά μουσικής και χορού, που στόχος της ήταν - τι άλλο; - η αναζήτηση του αιώνιου θηλυκού. Ο χορός είναι το πρόσχημα αλλά και το σημαντικότερο δρώμενο. Είμαστε λοιπόν στην προπολεμική Αγιάσο, κεφαλοχώρι ελαιοπαραγωγό αλλά και σημαντικό εμποροβιοτεχνικό κέντρο όλης της Λέσβου, με είδη που εξυπηρετούν κύρια την αγροτική οικονομία. Εδώ θα συναντήσεις σακκοποιούς, πεταλωτήδες, σαμαρτζήδες, ταμπάκηδες κλπ. Πλήθος τα καφενεία στην αγορά, γύρω απ'την εκκλησία της Παναγίας. Χώρος χαλάρωσης, επικοινωνίας συναλλαγών παντός είδους μεταξύ ανδρών. Εδώ συμφωνούνται οι αγοραπωλησίες, εδώ γίνονται τα προξενιά. Οι γυναίκες πλησιάζουν σε εξαιρετικές περιπτώσεις, σε κάποιες μεγάλες γιορτές, και όχι οι νέες και ελεύθερες. Εκείνες μένουν στο σπίτι, μαγειρεύουν, πλένουν, κεντάνε, φλυαρούν μπροστά στις πόρτες των δίπατων και τρίπατων χωρίς αυλή σπιτιών ή δουλεύουν στα χωράφια τον καιρό της σοδειάς. Οι ρόλοι και οι χώροι είναι μοιρασμένοι. Πώς λοιπόν τα παλικάρια θα συναντήσουν τις "γιαβουκλούδες" τους;. Η ρακή*, η μουσική και ο χορός έρχονται συνεπίκουροι. Κυριακές και σχόλες, οι Αγιασώτες, με τη νεολαία επικεφαλής, αφού θα πιούν νωρίς τ'απογεματάκι τη ρακή τους στα καφενεία της αγοράς και έρθουν στο κέφι, θα πάρουν τη μουσική, "τα βιολιά", ενώ οι πιό νέοι και οι πιό φτωχοί θα αρκεστούν σε μια λατέρνα ή σ'ένα ζουρνά και ένα νταούλι, και θα ξεκινήσουν τη βόλτα τους μέσα από τα στενά ανηφορικά καλντερίμια, υπό τους ήχους των δημοφιλών "ξύλων"* ή άλλων σκοπών του δρόμου, με κατεύθυνση τους μαχαλάδες του χωριού. Οι παρέες κάποια στιγμή θα σπάσουν καταπού ο καθένας έχει ή αναζητεί αγαπητικιά, για να της χορέψει τον έρωτά του έξω από το "κουϊτούκι"* του μαχαλά, ενώ εκείνη, παρέα με τις φιλενάδες της, στολισμένες όλες στα "καριγλιά"* τους θα παρακολουθεί απόαπέναντι τα γινόμενα, έχοντας στο στήθος το λουλούδι που θα πάει στα χέρια του εκλεκτού. Αν όμως αυτός δε βρεί ανταπόκριση; τότε μπορεί "να πάρει και ανάλια"* για να πείσει την άσπλαχνη. Αλλα ας αφήσουμε τους πρωταγωνιστές εκείνης της εποχής να μας μιλήσουν: "Την Κυριακή, παρέες παρέες, 20-30 άνθρωποι ήμαστε εμείς, βάζαμε από ένα τάλιρο έως δέκα δραχμές ο καθένας, ρεφενέ, να συγκεντρώσουμε ένα ποσό 100-200 δρχ. Εξαφνα εγώ, αυτού στη γειτονιά, είχα μια κοπέλα που την ήρεσα. Θέλαμε να καθήσουμε να πιούμε ένα πενηνταρέλλι*, στην άλλη γειτονιά είχε ένας άλλος, η κάθε γειτονιάγειτονιά είχε καφενεδάκια, είχε μια λατέρνα, ένα τούμπανο, μια μουσική, κάτι. Εφτά μουσικές είχε το χωριό πρίν και ήρθε εποχή, μια Καθαρή Δευτέρα, που δεν είχε μουσική να πάρεις. Δεν είχαμε τότε τίποτ'άλλο, ραδιόφωνο, τηλεοράσεις...Στην αρχή ήταν τα φωνόγραφα, αυτά με τα χωνιά. Και πρίν ήταν η λατέρνα και ήταν 5-6 μεσ'στο χωριό". (Μενέλαος Καμάτσος, Σακκοποιός ετών 82) "Οι άντρες χόρευαν μόνοι τους στα κουϊτούκια. Στα δικά μου τα χρόνια, οι γυναίκες καθόμαστε εδώ απάνω, στης Μαρμάρας, ήτανε μια γυναίκα και είχε ένα κουτουκέλλι, έτσι, και πουλούσε καμιά ρακή. Απ'τη μια κάθιζαν οι κοπέλες και απ'την άλλη....και καταμεσής ήταν το κουϊτούκι. Τσ'Ελένης ο πατέρας είχε μια λατέρνα και έπαιζε και ρίχναν κανένα τάλιρο, δεκάρικο και χόρευαν οι άντρες και λογαριάζαμ'εμείς απί καρσί τα κορίτσια. Αν είχες κανέναν πολύ δικό σου μόνο, μπορούσε νάρθει να σε ζητήσει. Οι κοπέλες χόρευγαν στην άκρη, να μη μας βλέπουν οι άντρες. Οι άντρες χόρευαν δυο -δυο, ύστερα πηγαίναν και τρείς και πέντε και δέκα. Ο καρσιλαμάς και ο ζεϊμπέκικος δυο-δυο. Ο ζεϊμπέκικος και σόλο. Ο μαζωμένος όλοι μαζί, πηδηχτά. Οι κοπέλες χόρευαν μαζεμένες, βρακούσες. Ηταν ωραία τα χρόνια τα παλιά ...Στο χορό οι πλούσιοι ανακατευόντανε με τους φτωχούς και οι κοπέλες οι πλούσιες κάθονταν στα καρεγλιά τους με τις φτωχές. Το βράδυ ερχόντουσαν οι αγαπητικοί και τραγουδούσαν απέξω. Οι μάνες, άμα δεν τον θέλαν το γαμπρό, φώναζαν: "Θα σε σκίσω, θα σου βγάλω το μαλλί... πολύ ανάρια κάναν τα στραβά μάτια. (Μαρία Αγρίτου, κόρη αγωγιάτη, 83 ετών) "Την Κυριακή είχαν καφενεδάκια μικρά και κάναμε αγαπητιλίκια. Πηγαίναμε να πούμε, χορεύαμε στα κουϊτούκια, με το νταούλι και το ζουρνά, και βγαίναν αυτές και τις κυττάζαμε και μας κύτταζαν. Τα βράδια πηγαίναμε στα σπίτια, λέγαμε 2-3 τραγούδια, φεύγαμε... (Νίκος Ραδίκος, αγρότης ετών 75) "Συρτός είναι για να πιάσεις γύρω-γύρω, πολλά κορίτσια. Οι άντρες δυο-δυο, αλλά εμείς οι γυναίκες πιάναμε όλες, η μια με την άλλη και γίνονταν ένας κύκλος. Καρσιλαμά χορεύαμε δυο-δυο, το συρτό μαζεμένες.. και καλαματιανό χόρευαν. Και μαζωμένο. Πιάνονταν απ'τους ώμους. Ο πρώτος τον χόρευε τον πηδηχτό πιο καλά. Οι άλλοι ακολουθούν. Ο πρώτος οδηγεί. όσο παίζει η μουσική, βλέποντας οι μουζικάντες που θέλει ο άλλος να τον πηδήσει, παίζει πιο γρήγορα και τον οδηγεί πιο γρήγορα...". (Ελένη Ραδίκου κόρη λατερνατζή, ετών 74) "Εμείς, όταν ακούγαμε μουσική, τρελαινόμαστε, γιατί ήταν αυτά τα πράγματα πολύ όμορφα, και ήθελες ν'ακολουθάς, να βλέπεις τη μουσική, να χορεύγουν....Στα πανηγύρια δε μας παίρνανε... όλη τη βδομάδα καθόμαστε μέσα.. Ηταν μια λατέρνα τσι γιορτές...Κι όταν ερχόταν 5 η ώρα, βάζαμε τα γιορτινά μας, τα καλά μας, τα στολίδια με τσι βράκες και καθίζαμε στις καρέκλες και χορεύαμε. Οταν πια περνούσαν βόλτες τα παλικάρια, καθόμαστε.. Δεν είχαμε ευρωπαϊκοί χοροί. Χορεύαμε ελληνικά, καρσιλαμάδες, συρτός, γιανεγκασκός*. Και καλαματιανό σε κύκλο, όλες μαζί, σηκωνόμαστε απ'την καρέκλα και πηγαίναμε παράμερα.. Το συρτό το χορεύαμε μαζεμένο..Πουτάνικο έλεγαν το τσιφτετέλι...Τα βράδια έκαναν καντάδες: - Αχ γιατρέ μου, αχ γιατρέ μου, δώσ'μου κι άλλα γιατρικά, να μου γιάνεις την ; πόχω μέσα στην καρδιά - Δεν τόλπιζα πουλάκι μου να έχεις δύο γνώμες νάχεις κρυφά τον έρωτα, να μην τον φανερώνεις, άλλα με λέν τα χείλη σου και άλλα ο λογισμός σου. Ελεγεν η μάνα μου πως τραγούδαγα ωραία: "Τραγούδησε κόρη μου, τραγούδησε και είσαι μεσ'στον παράδεισο. Θα παντρευτείς και θα βλέπ'ς απί καρσί* τον παράδεισο, σαν τον Αδάμ....Φεύγ'η ζωή, παγαίνουν όλοι. Τραγούδησε τώρα πόχεις τον καιρό σου". Τραγούδαγουν και όμορφα, τρελαίνουνταν η μάνα'μ να με καμαρώνει μεσ'στον αργαλειό.." (Βασιλική Μουτζουρέλλη, ετών 89) Οι εποχές όμως άλλαζουν και μαζί μ'αυτές και οι όψεις και οι χώροι του ερωτικού παιχνιδιού. Το έθιμο της πατινάδας, που φαίνεται ότι λειτουργούσε απ'τα χρόνια της τουρκοκρατίας όπως λένε οι ίδιοι, ξέφτισε και χάθηκε μετά τον πόλεμο. Οι παλιοί κρατούν ακόμα πολύ ζωντανή την ανάμνηση μέσα του, οι νεότεροι, ακολουθώντας τ'αχνάρια της κοινωνικής εξέλιξης, επιδίδονται σ'αυτήν την προαιώνια αναζήτηση με τρόπους πολύ λιγότερο μουσικοχορευτικούς και συλλογικούς. Σημειώσεις: [απί καρσί: από απέναντι]. [γιαβουκλούδες: αγαπητικιές] [ρακή:το ούζο], [πενηνταρέλλι: τενεκεδένιο κανατάκι που χωρούσε 50 δράμια ρακή] [ξύλα:δημοφιλής σκοπός του δρόμου που παιζόταν στην Αγιάσο και μετά τον πόλεμο έπιασε να χορεύεται σε συρτό σ'όλη τη Λέσβο. Σήμερα τον αποκαλούν και εθνικό ύμνο της Λέσβου]. [κουϊτούκια: "καφενεδέλλια" στους μαχαλάδες, πάνω στη διαδρομή της πατινάδας. Ανοιγαν συνήθως μόνο Κυριακές και γιορτές και έκλειναν όταν τέλειωνε η πατινάδα. Πρόσφεραν ρακή ή κονιάκ, ζαγλαπίδες, δηλαδή στραγάλια, και τουρσί. Μερικά είχαν τους μόνιμους πελάτες τους, ενώ κάποιοι μαχαλάδες πήραν τ'όνομά τους από εκείνα]. [καριγλιά: σκαμνιά με ψάθα], [παίρνω ανάλια: μαχαιρώνομαι στη γάμπα] [γιανεγκασκός: εννοεί τον πηδηχτό ή μαζωμένο που χόρευαν στο τέλος όλοι μαζί. Η κλασική αγιασώτικη χορευτική ακολουθία ήταν: συρτός, μπάλος, καρσιλαμάς, ζεϊμπέκικος, πηδηχτός ή μαζωμένος ή γιανεγκασκός. Κάποτε χόρευαν και καλαματιανό μαζεμένοι, κυρίως οι γυναίκες. Κατερίνα Σταύρου ************************************************************ *********************************************************** PAR021 StavrouK02GR.doc |