|
Κείμενο : Γλέντι στο Ευζωνικό. |
Πηγή : /P048-02 , Ευρετήριο : O-6274FC20 |
ΚώσταςΧατζόπουλος Γλέντι στο Ευζωνικό. Χατζόπουλος, Κώστας: "Γλέντι στο Ευζωνικό", Παράδοση και Τέχνη 048, σελ. 6-7, Αθήνα, Δ.Ο.Λ.Τ., Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1999. από τα Απαντα, Μέρος Πρώτο: Πεζά, Πρώτος Τόμος: Aντάρτης, Ο Πύργος του Ακροπόταμου. Γλέντι στο Ευζωνικό. Ο Θόδωρος Μαυλής, που ήρθε να ρίξει μια ματιά αν είναι όλα σε τάξη, πήρε κι αυτός ένα μεζέ κι ήπιε ένα τσίπουρο. Και το βράδυ, αφού οι υπαξιωματικοί πήρανε και δώσανε τη νυχτερινή αναφορά στους λόχους τους, μαζευτήκαν όλοι γύρω από το μακρύ τραπέζι που τους περίμενε στρωμένο κάτω από τη φρετζάτα του βελουχιού, αντίκρυ στα παράθυρα του πύργου. Την προεδρία την πήρε ο Συμεών Καραφωτιάς. Ο Τυλιγάδας φρόντισε και του προμήθεψε έναν ταμπουρά, γιατί στα τέλια του μπουζουκιού τού μπερδευόντανε τα δάχτυλα, δεν το συνήθισε. Ο μουσαφίρης Σκαλτσογιώρος κάθισε πλάι του, ο Μάνθος Σακαρέλος παραπέρα, αντικρινά στο Γιαννακό Πλαστάρα, που είχε καθίσει με την πλάτη γυρισμένη προς την κούλια. Από τον καιρό που μάλωσε με τη Μαριώ δεν ξανασήκωσε ποτέ τα μάτια στα παράθυρά της. Κατόπι πήρε θέση στη σειρά όλη η λεβεντιά του κάστρου κι ανάμεσό της ένας πολίτης φίλος τους με μια φυσαρμόνικα για να βαστά το μπάσο. Τα δυο μπουζούκια του βελουχιού καθίσανε κοντά κοντά. Το ένα στα χέρια του Φωτούλα Τυλιγάδα, το άλλο στου Γιώργου Καραμπλιάκα από την Αντράνοβα. Το χωριό του, ονομαστό για τραγανά κεράσια και κορίτσια, δε φημίζεται για παιγνιδιάτορες, μα ο λοχίας Καραμπλιάκας έκαμε καιρό στην Καλαμάτα και κει ξεσκόλισε στο μπουζούκι. Τα όργανα προσμένανε στην άκρη, όσο να φαγωθεί το αρνί και ν' ανοίξει η διάθεση με τα ποτήρια, που αδειάζανε στην υγειά του ενός και του άλλου. Δεν άργησε και πρώτοι δώσανε το σημείο οι κλαψιάρικοι τόνοι της φυσαρμόνικας. "Τα λελούδια μαραμένα, τα φιλιά φαρμακωμένα", ταίριασε με το μινόρε της τη σκληρή και ξεγοφιάρικη φωνή του ο Μοραϊτης επιλοχίας Ανάστος Παδελόπουλος. Δεύτερη και τρίτη τον ακολουθήσανε και το τραγούδι απλώθηκε. Τα μπουζούκια θελήσανε να το συνοδέψουνε, μα η μπουργάνα του Φωτούλα Τυλιγάδα κάτι έπαθε και χαλούσε το ρυθμό. "Ποιος διάτανους πή'ι κι του σκαντάλ'σι! Ιγώ του σ'νάρ'σα τ' απέγιουμα", φουρκίστηκε ο Φωτούλας κι άρχισε να κουρδίζει το μπουζούκι του. Το τραγούδι κόπηκε και μοναχή η φωνή του Γιαννακού Πλαστάρα αποτέλειωσε το γύρισμα: "Δώσ' μου πίσω τα λελούδια, δώσ' μου πίσω τα φιλιά". Είχαν ξυπνήσει μέσα του οι καημοί και ξεχάστηκε. Τα ποτήρια ξαναδειάσαν, όσο έσιαχνε ο Φωτούλας το μπουζούκι. "Ελα, Φωτούλα, πάρ' το τώρα, μας γκάστρωσες", πρόσταξε ο Συμεών Καραφωτιάς. Ο Τυλιγάδας, γελαστότερη ψυχή από τον παίχτη της φυσαρμόνικας, χτύπησε πιο περίχαρη χορδή, πιο ανοιχτόκαρδο σκοπό: "Ούλες οι παπαρούνες, παπαρούνα μου", αντιλάλησε η ψιλή, βραχνότρεμη φωνή του. "Ούλες οι παπαρούνες, με γέλια με χαρές", βουίξαν όλοι μ' ένα στόμα. "Αιντε, πολιά μου!" αλάλαξε ο Καραφωτιάς, σκαρταρίζοντας ψηλά στον αέρα τα τρία δάχτυλα. Μπιμ! Μπαμ! "Νίλα θα γένει απόψε!" ρεκάξανε άλλες φωνές. Και το γλέντι μπήκε στο δρόμο του. Τα δυο μπουζούκια παλεύανε ποιο να περάσει το άλλο, οι φωνές ποια να πάει ψηλότερα και πότε γελούμενοι, αλαφροί, πότε βαριοί, παθητικοί ακολουθούσαν ένας τον άλλον οι σκοποί, όσο που ο επιλοχίας Καραφωτιάς έδωσε πάλι το σημείο στην αλλαγή του τόνου. Τα δυο μπουζούκια πάψανε, όταν τον είδανε να πάρει στα χέρια του τον ταμπουρά κι όλοι σωπάσανε. Ο επολοχίας Καραφωτιάς ήταν τραγουδιστής με τ' όνομα στα ευζωνικά. Ο σεβντάς του ήτανε τα κλέφτικα. Η ζωή, που πέρασε στα ρουμελιώτικα βουνά κυνηγώντας τους φυγόδικους, του πλούτισε την ανθολογία και του ταίρασε τη φωνή με το γαργάρισμα της βρύσης και τη λαλιά της πέρδικας, με τη βουή του ελατιού και την τζαμάρα του τσοπάνη. Ολα τούτα αντιλαλούσανε μ' όλους τους αχούς τους στο μεστό και λαγαρό τραγούδι του και κοντά σ' αυτά και πρώτ' απ' όλα έτρεμε στη φωνή του κι αναστέναζε ο καημός μιας λεβεντιάς, που χάνεται ολοέν' από τα βουνά, η πίκρα για το χαμό και μαζί και κάποια ελπίδα μήπως ξανανθίσει. Η λαχτάρα της σα να ξεχείλιζε την ώρ' αυτή, κι άρχισε βαθιά, βαριά: "Με γέλασε μια χαμαυγή, ο αυγερινός κι η πούλια, και πήρα πλάγια τα ι-βουνά". Ο ταμπουράς μόνο συνόδευε στα χέρια του ίδιου επιλοχία κι οι φωνές από τη μισή παρέα ακολουθούσαν αργά και σιγαλινά, για να το σηκώσει έπειτα η άλλη μισή με τη φωνή του Τυλιγάδα απάνω απάνω. Οπως όλοι οι ξακουστοί τραγουδιστάδες, ο Συμεών Καραφωτιάς δεν τέλειωνε ποτέ τραγούδι. Και τώρα ύστερα' από τρία τέσσερα γυρίσματα το έκοψε στη μέση. Και σώπασε κι η άλλη μεριά. Ο καημός του επολοχία Καραφωτιά ξάναψε όμοιους πόθους σ' όλο το τραπέζι. Ο Φωτούλας Τυλιγάδας άδραξε πάλι το μπουζούκι. Ο Γιαννακός Πλαστάρας βαλαντώθηκε και το τραγούδι του Κατσαντώνη απλώθηκε θλιμμένο και βαρύ. Ομως η λάμψη του Αγραφιώτη αρματολού ήταν παλιά και θαμπωμένη πια για το Φωτούλα Τυλιγάδα. Οι λαχτάρες του πετούσανε σε κοντινότερους καιρούς και στη φαντασία του συχνάζαν άλλες νωπότερες σκιές και δόξες, που γεμίσανε τον Ελυμπο και Κίσαβο, την Γκιόνα και τη Λιάκουρα, τον Μπούμπιστο και τη Βελίτσα. "Εσείς, πολιά του Γρεβενού, Τσίτσου κι Μήτσου μου", έσκισε τη νυχτιά η στριγγή λαλιά του πρώην λοχία. Ο Τσιτσομήτρος ήτανε μια από εκείνες τις σκιές που η γενιά του είχε νταραβέρια ζωντανότερα παρότι με τις δόξες του Βλαχάβα και του Κατσαντώνη. Στα νιάτα του τις κυνήγησε κι ο ίδιος στα βουνά κι έπλεξε γύρω τους κάποιο όμορφο όνειρο, που η τύχη το θέλησε να σβήσει έτσι σκληρά στη βρόμικη ποδιά του βελουχτζή εδώ στον όχτο του ακροπόταμου. Τέτοιο όνειρο πλανεύει και τη λεβεντιά του κάστρου εκεί τριγύρω του. Ολοι έχουν τον ίδιον πόθο μαζί με τον Καραφωτιά, όλοι κλαιν ελπίδες που χάνουνται όσο πάνε. Γιατί ξέρουν πως οι σκιές που ξύπννησε το τραγύδι του Φωτούλα Τυλιγάδα δε γεμίσανε μόνο δόξα τα βουνά, δε στοιχειώσανε κάθε κορφή και ράχη και χωριό και χούνη, μα πλημμυρίσαν και τους καφενέδες με χρυσά γαλόνια, στολίσανε τις στράτες με αστραφτερά σπαθιά και σκορπίσαν απόστρατους συνταξιούχους απ' άκρη σ' άκρη στα βουνά και στα χωριά. Αργά, επίσημα, συγκρατητά κι απανωτά αντηχούνε τα τραγούδια του Σπανού, του Τάκη, του Ντελή του Κάγκαλου, του Πατσαούρα, Καθένας έχει κι ένα χωριανό αρχιληστή να θυμηθεί και τα πουλιά ξορκίζουνται να μη λαλήσουν, οι κούκοι και τ' αηδόνια να βουβαθούν κι οι όμορφες να μην αλλάξουν τη Λαμπρή, γιατί τον έναν ήρωα σκοτώσανε, τον άλλον τον λαβώσανε, τον τρίτον πάνε να τον κρεμάσουν. Η φωνή του Φωτούλα βράχνιασε, ο Καραμπλιάκας άναψε με τ' άλλο το λαλούμενο, ο Γιαννακός Πλαστάρας χούγιαξε πως δε ματάειδε τέτοιο πατιρντί, ο Ανάστος Παδελόπουλος μνημόνεψε κι αυτός το Λίγκο το λεβέντη κι έτσι ξεντρόπιασε το Μοριά μπροστά στους Ρουμελιώτες. Μια δόξα μόνο δεν υμνήθηκε κι ένα όνομα δεν αναφέρθηκε, του Κωνσταντέλου. Κάποιος που το χωριό του ενεχότανε στο φόνο του ήτανε στη συντροφιά και κανένας δεν είχε όρεξη να ξανάψει πατροπαράδοτες μνησικακίες στο Βαλτινό λοχία. Ενας ήτανε φόβος μην το κάμει ο νιόφερτος συνάδερφος, που ίσως δεν ήξερε πως ο αδερφός της μάνας του Σακαρέλου πήγε θράσος και κείνος μαζί με το μεγάλο ήρωα. Μα τον Αχιλλέα Σκαλτσογιώργο δεν τονε φλογίζαν τέτοιοι πόθοι. Οταν ήρθε η σειρά του να τραγουδήσει, γύρισε ξαφνικά το σκοπό. "Θέλουν ν' ανθίσουν τα κλαριά, βλάχα, βλαχούλα μου" άρχισε απαλά, σιγαλινά. Ολοι σωπάσανε μεμιάς. "Κι ο πάγος δεν τ' αφήνει, θέλω και γω να σ' αρνηθώ", "κι ο πόνος δε μ' αφήνει", το πήρε άξαφνα ο Γιαννακός Πλαστάρας από το άλλο πλευρό. Ο Καραφωτιάς έκαμε κίνημα να τον σωπάσει, αν δε φοβότανε μην το πάρει σε κακό ο πρωτυτερινός αγαπητικός της αρρεβωνιαστικιάς του θα του βούλωνε το στόμα με την απαλάμη. Μα πρόλαβε άλλος και του ένεψε και σώπασε. Κι ο Σκαλτσογιώργος ξαναπήρε μόνος το τραγούδι. Τριγύρω τσιμουδιά όλοι κρατήσανε και την αναπνοή. Η φωνή του Σκαλτσογιώργου, συνοδεμένη μόνο από τα μπουζούκια, ανέβηκε σιγαλά σιγαλά κι υψώθηκε βεργολύγερη, τρεμούλιασε απαλά και λύγισε, κελάρυσε και τρίλισε σαν τη λαλιά του κότσυφα, ξαναχαμήλωσε, τσακίστηκε, βράχνιασε και μουρμούρισε σαν παράπονο τρυγονιού, για ν' ανέβει και να παιγνιδίσει πάλι σα γελαστό φλυάρημα γαλιάντρας, να ξαναπέσει και να ξανασηκωθεί να παιγνιδίσει και ν' αναστενάξει, όσο να σβήσει ψιθυριστά σαν ανατρίχιασμ' αεριού στα φύλλα. Ο Συμεών Καραφωτιάς σήκωσε πρώτος το ποτήρι: "Γεια σου, ωρέ Σκαλτσογιώργο, γεια σου!" Κώστας Χατζόπουλος (από το μυθιστόρημα "Ο πύργος του Ασπροπόταμου" ******************************************************** ******************************************************* PAR048 ChatzopoulosK03GR.doc |