|
Κείμενο : Η μυκονιάτικη χορευτική μουσική |
Πηγή : /P079-05 , Ευρετήριο : O-41D060FE |
Ανώνυμος Η μυκονιάτικη χορευτική μουσική Ανώνυμος: "Η μυκονιάτικη χορευτική μουσική", Παράδοση και Τέχνη079, σελ. 18-22, Αθήνα, Δ.Ο.Λ.Τ., Ιανουάριος -Φεβρουάριος 2005. Από το CD "Σαμπούνες μυκονιάτικες". Η μυκονιάτικη χορευτική μουσική Μουσικές δυνατότητες και τεχνική Η τεχνική της εκμάθησης συνίσταται στο να αντιγράφεις το παίξιμο των παλιών σαμπουνιέρηδων, να "κλέβεις" δηλαδή την τέχνη τους. Κανένας σαμπουνιέρης δεν αναφέρει πως είχε ποτέ δάσκαλο, και η μοναδική δύναμη για να μάθει κανείς να παίζει ήταν η θέληση και το πείσμα. Πάντως οι περισσότεροι ξεκινούσαν με το μονοσάμπουνο που τό’ φτιαχναν μόνοι τους από ένα κομμάτι καλάμι σκέτο ή το έδεναν με τη φούσκα (ουροδόχο κύστη) του χοίρου. Αυτό θέλει λιγότερο αέρα και ακόμα και ένα παιδί 5-6 χρονών μπορεί εύκολα να βγάλει ήχο. Είναι σημαντικό ν’ αναφερθούν μερικά στοιχεία σχετικά με το πώς παίζεται η μυκονιάτικη σαμπούνα, γιατί διαφέρει από τα κλασικά πνευστά, αλλά και από τη γνωστή γκάιντα. Ο ασκός αγκαλιάζεται κάτω από το δεξί χέρι, ενώ ο οργανοπαίχτης φυσάει από το κόκαλο μέχρι να γεμίσει. Οι πρώτες δύο διπλές τρύπες παίζονται με το δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο του αριστερού χεριού και οι άλλες τρεις με τον δείκτη, τον μέσο και τον παράμεσο του δεξιού. Το φύσημα γίνεται άσχετα με τις μουσικές φράσεις, αρκεί ο ασκός να είναι πάντα γεμάτος αέρα. Ο τονισμός του ρυθμού και η ρύθμιση της πίεσης του αέρα, ώστε να ακούγονται συντονισμένα τα δύο σαμπουνάκια, γίνεται με ελαφριά πίεση του δεξιού χεριού πάνω στον ασκό. Αυτή είναι μια πραγματικά δύσκολη τεχνική. Ο σαμπουνιέρης έχει στην μουσική του παλέτα μόνο έξι νότες, με τον βαθύτερο τόνο να ξεκινάει κάπου μεταξύ λα και ντο και να διαφοροποιείται σε κάθε σαμπούνα. Αυτός ο περιορισμός, η έλλειψη της οκτάβας και των ημιτονίων, γέννησε μια πληθώρα από τρίλιες και μελίσματα. Για να αναπληρώσει λοιπόν κανείς νότες σε τραγούδια που δεν έγιναν για τη σαμπούνα, ο σαμπουνιέρης παίζει φιγούρες που "κοροϊδεύουν" το αυτί και ο ακροατής δεν καταλαβαίνει τη διαφορά. Επίσης ο σαμπουνιέρης χρησιμοποιεί και τη μοναδική τεχνική του "κλειστού δακτυλισμού" (closed fingering). Αυτό σημαίνει πως όλες οι τρύπες είναι καλυμμένες και ο οργανοπαίχτης σηκώνει τα δάκτυλα για τις επιθυμητές νότες, δηλαδή το αντίθετο από όλα τα κλασικά πνευστά και την γκάιντα. Ανάμεσα ακούγεται ο βαθύτερος ή ο δεύτερος βαθύτερος τόνος σαν ένα είδος "ίσου", το οποίο είναι ο παλαιότερος γνωστός τρόπος πολυφωνίας που βρίσκουμε στο Βυζαντινό τραγούδι. Το διακεκομμένο ίσο λειτουργεί και σαν ρυθμικό μπάσο στη μελωδία. Η δυσαρμονία είναι ακόμα ένα χρώμα της σαμπούνας, που της δίνει μια πιο άγρια διάσταση, και γίνεται με την κάλυψη μονής τρύπας, πράγμα το οποίο θέλει ειδική μαστοριά. Ο ασκός, όταν δεν χάνει δίνει τη δυνατότητα στον σαμπουνιέρη να τραγουδήσει παίζοντας, κάτι αδύνατο για πνευστά χωρίς ασκό. Το ντουμπάκι Το τουμπί ή ντουμπάκι ή ντουμπακάκι στη μυκονιάτικη διάλεκτο, είναι ένα νταούλι σε μικρό μέγεθος, ένα κρουστό σε σχήμα σωλήνας με δέρμα στα δύο ανοίγματα. Παρόμοιο όργανο υπήρχε στο Βυζαντινό, όπως φαίνεται από εικονογραφικές πηγές. Στα γύρω νησιά χρησίμευε ως συνοδεία διαφόρων οργάνων, και αν δεν υπήρχε άλλο όργανο, το έπαιζαν με τη συνοδεία τραγουδιού όπως π.χ. τα κάλαντα. Σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες το ντουμπάκι ήταν η μοναδική συνοδεία της σαμπούνας στη Μύκονο, ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα. Το ντουμπάκι κατασκευαζόταν από ξύλο και δέρμα κατσίκας ή σκύλου, και τα στεφάνια τα έσφιγγαν με σκοινιά για να τεντώσει το δέρμα. Συχνά δεν τέντωνε όσο ήθελε ο ντουμπακ’τζής ή ντουμπακιέρης, γι’ αυτό έπρεπε να το ζεστάνει κοντά στη φωτιά. Στο πλάι είχε μια τρύπα για να ρίχνουν χαρτονομίσματα όσοι έκαναν κέφι ή έδιναν παραγγελιές στη ζύ’α. Το ντουμπάκι παιζόταν πάντα με δύο ντουμπακόξυλα φτιαγμένα από βαρύ ξύλο, π.χ. οξιά. Στη δεκαετία του 1960 ήρθαν τα μεταλλικά τύμπανα με βίδες που έγιναν μόδα για ένα διάστημα. Ο Μιχάλης Κουνάνης, επειδή ήθελε να βελτιώσει τα όργανά του μόνος του, έφτιαξε ντουμπάκι από πλαστική σωλήνα ύδρευσης διαμέτρου 25-28 εκ., δέρμα κατσίκας και βίδες, στο οποίο παίζει σε αυτήν την ηχογράφηση ο Λευτέρης Σικινιώτης. Το ντουμπάκι έχει συνήθως δύο παράλληλα σκοινιά τεντωμένα πάνω στο ένα δέρμα, τα οποία πάλλονται με τους χτύπους και προσθέτουν μία άγρια διάσταση στον ήχο. Οταν κάθεται ο ντουμπακ’τζής έχει το όργανο στο γόνατο, όταν παίζει όρθιος κρέμεται από μια ζώνη γύρω από το λαιμό του. Το ντουμπάκι το έπαιζαν οι περισσότεροι σαμπουνιέριδες, αλλά ακόμα και γυναίκες (!). Οι καλοί ντουμπακατζήδες που έπαιζαν σταθερά, οδηγώντας τα βήματα του χορευτή, και τραγουδούσαν, ήταν λίγοι. Σημαντικό είναι πως το ντουμπάκι χτυπάει μόνο τον βασικό ρυθμό και αφήνει αέρα στη σαμπούνα και το τραγούδι. Γνωστά ονόματα ντουμπακ’τζήδων είναι μεταξύ άλλων οι: Μάρκος Σταυρακόπουλος ή "Μαρκάρας", Νικόλας Χανιώτης ή "Ρούσσος", Νικόλας Μπουγιούρης ή "Βενιζέλος" και Παναγιώτης Κουκάς. Υπάρχει και μυκονιάτικο παρατσούκλι "Ντουμπάκας". Η μουσική Δεν υπάρχει βιβλιογραφία για τη μουσική της μυκονιάτικης σαμπούνας. Η δισκογραφική καταγραφή περιορίζεται σε έναν δίσκο 45 στροφών από τη δεκαετία του 1960, παραγωγής της άοκνης Δόμνας Σαμίου, με έναν συρτό κι έναν μπαλαριστό. Επίσης υπάρχει ακόμα ένα οργανικό συρτό με τον παλιό και καλό σαμπουνιέρη Νικόλα Μαντηλαρά στο δίσκο του Γιώργου Κονιτόπουλου "Στο σπίτι μου και στο χωριό". Το ρεπερτόριο που σήμερα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε είναι οργανικά κομμάτια, "παλαιά", άγνωστης καταγωγής με έντονα στοιχεία αυτοσχεδιασμού, συνήθως σε ρυθμό συρτού (2/4), που κατά πάσα πιθανότητα είναι από τα λιγα γνήσια μυκονιάτικα. Ο μπαλαριστός και ο μπάλος είναι ρυθμοί που βρίσκονται βαθιά ριζωμένοι στη συνείδηση των ανθρώπων του νησιού. Υπάρχουν σε διάφορες οργανικές μελωδίες αλλά και σε άλλες με τραγούδι (βλ. "Τα Κεφαλλονίτικα"). Τα κάλαντα του Αϊ-Βασιλείου όπως η "Περιτομή", το συρτό "Ηρθεν’ ο καλός μου", και η "Ανωμερά" είναι επίσης μελωδίες που δεν ακούγονται αλλού. Οι "Σουλιώτισσες" (Στερεά Ελλάδα) και "Του Κίτσου η μάνα κάθεται" (Βόρεια Ηπειρος), μαζί με πολλά δημοτικά, νησιώτικα, ακόμα και σημερινά "σουξέ", μεταμορφώνονται με "σαμπουνιέρικο" τρόπο και γίνονται "μυκονιάτικα", με την ιδιαιτερότητα της προσωπικής έκφρασης που οι αυτοδίδακτοι μουσικοί απέκτησαν μέσα από τη φύση, τον πόνο και τις αντίξοες συνθήκες. Ας γίνει η έλλειψη γνώσης πάνω σ’ αυτά τα θέματα, σπόρος για περαιτέρω έρευνες. 1. Ντάρι-Ντάρι (Συρτός-Μπαλάντα) Ο Μπαμπέλης το περιγράφει ως "μπαλάντα", δηλαδή τραγούδι καθιστικό που λέγεται στην αρχή του γλεντιού σε ρυθμό νησιώτικου συρτού (2/4). Η μελωδία ήταν διαφορετική παλαιότερα, αλλά πριν από 20-25 χρόνια την αντικατέστησαν με τη ναξιώτικη μελωδία Ντάρι-Ντάρι, Τα παλιά δίστιχα είναι ανάμεικτα με καινούρια, π.χ. το "κρυσταλλένιο μου ποτήρι…" το έλεγε ο Νικόλας Μαντηλαράς, και "οι φίλοι όταν θα σμίξουνε…", ο Θοδωρής Πολυκανδριώτης. Τα λόγια υμνούν την καλή παρέα, το γλέντι και την αγάπη. Συχνά, στο πέρασμα του χρόνου, φτιάχνουνε καινούρια στιχάκια ανάλογα με την περίσταση, και έτσι πάντα το τραγούδι κρύβει εκπλήξεις. 2. Συρτός του Μπαμπέλη (οργανικό) 3. Κυρά δασκάλα (Καλαματιανός) Τη "Δασκάλα", όλοι οι σαμπουνιέρηδες τη θεωρούν παλιό τραγούδι, και το αγαπάνε πολύ. Αγνωστος ο συνθέτης. Είναι από τα πρώτα τραγούδια που θα παίξουνε στο γλέντι, και από τα πιο αγαπητά καλαματιανά. Ο καλαματιανός ρυθμός (7/8), κρίνοντας από μαρτυρίες γερόντων, χορευόταν στο νησί τουλάχιστον από τις αρχές του αιώνα και εξακολουθεί να χορεύεται στα παραδοσιακά γλέντια. Υπάρχει σε δίσκο από τα τέλη του 1960 με τον Νίκο Φύτρο, "Νησιώτικα τραγούδια" (Φωνογραφική Εταιρία Κυκλάδες ΜΤ 2169). Οι νότες του τραγουδιού είναι έξι, και τα διαστήματα ταιριάζουν με της σαμπούνας. Είναι δηλαδή παράδειγμα μελωδίας που έγινε πάνω στο συγκεκριμένο όργανο. 4. Αργαλειό (Συρτός) "Το αργαλειό", ο αργαλειός δηλαδή και η τέχνη της ύφανσης που την κατείχαν οι περισσότερες Μυκονιάτισσες μέχρι το 1960 - σήμερα μετράμε τις υφάντριες στο ένα χέρι - έμπλεκε με τους έρωτες των νέων. Το ομώνυμο τραγούδι είναι σε ρυθμό συρτό νησιώτικο (2/4), παλιό παραδοσιακό από όσο μπορούμε να ξέρουμε, και αντλεί λέξεις από την ορολογία της ύφανσης, ξεφαίνω (= ξηλώνω), στημόνι, μασούρια. Βέβαια η συναισθηματική φόρτιση του τραγουδιού είναι το πιο σημαντικό, όπως στα περισσότερα παραδοσιακά, αλλά και καινούρια τραγούδια. Οι νότες και τα διαστήματα της μελωδίας ταιριάζουν στη σαμπούνα, και μπορεί να θεωρηθεί "σαμπουνοτράγουδο". Εδώ παίζει ο Λευτέρης Σικινιώτης μία άλλη σαμπούνα και ακούμε όχι μόνο άλλη τεχνική, αλλά χροιά και τόνους διαφορετικούς (βλ. παρακ., "Μουσικές δυνατότητες και τεχνική"). 5. Μπάλος του Κουκά (οργανικό) Ο Μπάλος (2/4), ο μόνος χορός που χορεύεται αντικριστά από ζευγάρια στη Μύκονο, είναι γαμήλιος χορός. Εχει ρυθμό πιο αργό και κυματιστό από τον Συρτό και αφήνει τους χορευτές να κάνουν "παιγνίδια" ο ένας με τον άλλον. Οι σαμπουνιέρηδες περιγράφουνε ότι τα αγόρια στα πανηγύρια και τα καζίνα (γιορτές της Αποκριάς), έπαιρναν σειρά για να χορέψουν μπάλο με τις πιο περιζήτητες κοπέλες. Εδώ ο Κουκάς παίζει μια δικιά του παραλλαγή από τον γνωστό Μπάλο, πιθανόν μικρασιατικής καταγωγής, "Καλέ συ, Παναγιά μου". Η κλασική εκδοχή του παίζεται σε δρόμο Χιτζάς και πάνω από οκτάβα, πράγμα το οποίο είναι αδύνατο στη σαμπούνα. Και όμως "φτιάχνει" τη μελωδία και τελικά μπορεί να παιχτεί και από τη σαμπούνα. Το ντουμπάκι που συνοδεύει είναι ξύλινο με δέρμα κατσίκας και δίνει έναν ήχο πιο βουβό και μπάσο. 6. Ροϊδονήσι (Συρτός) Οι στίχοι του τραγουδιού υπάρχουν πανελλαδικά. Υπάρχουν ενδείξεις πως είναι προγενέστερο του 16ου αιώνα, γιατί είναι γνωστό στους Ελληνόφωνους της Κάτω Ιταλίας όπου η τελευταία μετακίνηση πληθυσμού σημειώθηκε τον 17ο αιώνα. Είναι καταγραμμένο στα "Ελληνικά δημοτικά τραγούδια", Τόμος Α (Ακαδημία Αθηνών, 1968) σε παραλλαγές διαφόρων περιοχών, και σε πεντάγραμμο από δύο χωριά της Χίου στον Τόμο Γ της "Μουσικής εκλογής". Υπάρχει επίσης στον δίσκο με μουσική από τις Οινούσσες, στο "Θάλασσα θυμήσου" (Ναυτικό Μουσείο Οινουσσών, 1999). Υπάρχει μια θεωρία σχετικά με τον κοινωνικό έλεγχο που ασκούσε ένα τέτοιο είδος τραγουδιού, δηλαδή στο να αποφεύγουν οι νέες σχέσεις με ξένους - εδώ Τούρκους -, κάτι που μπορεί να ίσχυε τότε που έγιναν οι στίχοι, αλλά συζητώντας με ηλικιωμένους Μυκονιάτες κατάλαβα πως δεν είχαν καμία τέτοια σκέψη όταν το λέγανε. Στη Θράκη το παίζουν σε ρυθμό Μπαϊντούσκα (5/8). Η γνωστή υφάντρα Βγενούλα Κουσαθανά ή "Μπέμπαινα" (1907-84), που ήταν πλούσια πηγή πληροφοριών της παράδοσης, το έλεγε με ρυθμό τσιφτετελιού με άλλη μελωδία, όπως το είχε μάθει από τους τσιγγάνους που έρχονταν στο νησί κάθε χρόνο. Το ρεφρέν ήταν διαφορετικό: "Ολαν, όλαν αλαμπιτσομπάν…" από τα τούρκικα, όπου oglan σημαίνει αγόρι. Εδώ ή μελωδία της σαμπούνας μοιάζει με την καταγραφή από τις Οινούσσες, σε ρυθμό νησιώτικου συρτού (2/4). 7. Μπάλος του Γεράσιμου (οργανικό) Ενας καθαρά οργανικός μπάλος με τα χαρακτηριστικά που αναφέραμε στο 5. Εδώ ο Γερασιμάρας παίζει με πολλές παραλλαγές τις οποίες ο ίδιος δεν προγραμματίζει να παίξει, αλλά απλώς τις προσθέτει στην πορεία της εκτέλεσης του τραγουδιού. Το ντουμπάκι είναι μεταλλικό με δέρμα κατσίκας, που δίνει μια διαφορετική, καμπανιστή χροιά. 8. Τα Κεφαλλονίτικα (Μπαλαριστός) Οι Μυκονιάτες θεωρούν τον Μπαλαριστό κατεξοχήν δικό τους χορό, και από τα στοιχεία που υπάρχουν (Λύκειο Ελληνίδων και το Θέατρο "Δόρα Στράτου") δεν φαίνεται να υπάρχει στα γύρω νησιά ή στην υπόλοιπη Ελλάδα. Είναι πηδηχτός σε 2/4, περνάει έναν ρυθμικό κύκλο με ένα αργό και ένα γρήγορο μέρος που επαναλαμβάνεται. Μπορεί να χαρακτηριστεί λεβέντικος, όπου τα αγόρια επιδεικνύονται στα κορίτσια, και είναι ο μόνος χορός που δεν παίζεται από τα "βιολιά", δηλαδή τα άλλα όργανα. Εδώ ακούμε δύο μπαλαριστούς, ο πρώτος, "Τα Κεφαλλονίτικα" (εμπορικά πλοία από την Κεφαλλονιά) είναι ο πιο γνωστός Μπαλαριστός και οι μουσικές του φράσεις είναι πεντάμετρες (5/4), κάτι μοναδικό στον χώρο των Κυκλάδων, πράγμα που το βρίσκουμε επίσης σε ορισμένα κάλαντα μυκονιάτικα. Η μελωδία υπάρχει και στην Πάρο με το όνομα "Αγέρανος", χορός που πιστεύεται ότι τον χόρεψε ο Θησέας με τα παλικάρια στη Δήλο καθώς επέστρεψε από την Κρήτη, και γι’ αυτό ο χορός μιμείται τον γερανό που πετάει και ο σχηματισμός της σπείρας τον λαβύρινθο (Κ. Π. Κοντογεώργου Πάρο, Αντίπαρο, εκδ. Ανθέμιον 2000). Ακούμε και τον στίχο "η αγάπη είναι καρφίτσα, κι αγκυλώνει στην καρδίτσα" που υπάρχει και σε τραγούδι της Προποντίδας και Μ. Ασίας σε ρυθμό Καρσιλαμά πεταχτό (9/8) ("Τραγούδια και σκοποί της Θράκης", Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1994). Υπάρχουν και πολλά δίστιχα για αυτό το τραγούδι που θα καταγραφούν σε άλλη συλλογή. Το δεύτερο, "όμορφος πού ‘ν’ ο μπροστινός…" έχει οκτάμετρες φράσεις στο αργό μέρος και εξάμετρες φράσεις στο γρήγορο, αλλά αυτό δεν αλλάζει τίποτα στον τρόπο που χορεύεται. Υπάρχουν τουλάχιστον τέσσερις διαφορετικές βασικές μελωδίες του Μπαλαριστού, με παραλλαγές του κάθε σαμπουνιέρη οι οποίες, κρίνοντας από τη δομή τους, πρέπει να έχουν γίνει πάνω στη σαμπούνα. 9. Συρτός του Γεράσιμου (οργανικό) Χαρακτηριστικό οργανικό Συρτό (2/4) με τον χαλαρό και αβίαστο τρόπο του Γερασιμάρα, με συχνές παραλλαγές που ορισμένες φορές παραπέμπει και στην τζάζ. 10. Ανωμερά (Συρτός) Θεωρείται από τα "παλαιά" μυκονιάτικα τραγούδια και παινεύει το μοναδικό ορεινό χωριό, την Ανωμερά, αλλά ταυτόχρονα είναι πειρακτικό και σατιρικό. Πολλά δίστιχα ή "ρίμες" τις αυτοσχεδίαζαν επί τόπου πάνω στη μελωδία, όπου μπορούσε κάποιος να πει πράματα χωρίς να γίνει παρεξήγηση (προφορική πηγή: Βγενούλα Κουσαθανά "Μπέμπαινα", 1907-1984). Το τραγούδι υπάρχει σε τρεις μελωδικές παραλλαγές στο νησί, πάντα σε ρυθμό Συρτού (2/4). Η μία από αυτές υπάρχει στο δίσκο της Δόμνας Σαμίου με μυκονιάτικα βιολιά και είναι στην κλίμακα της σαμπούνας. Εδώ ακούμε τη μία από τις άλλες δύο που είναι μάλλον μικρασιάτικης καταγωγής και ακολουθούν την κλίμακα Νιαβέντ. Τα διαστήματα αυτής της κλίμακας, για να το πούμε απλά, δεν υπάρχουν στη σαμπούνα, και έτσι ακούμε πώς οι τραγουδιστές προσπαθούν να το προσαρμόσουν στην κλίμακα του οργάνου. 11. Περιτομή - Κάλαντα του Αϊ-Βασίλη (οργανικό ) Η σαμπούνα και το ντουμπάκι είχαν και έχουν έναν σημαντικό ρόλο στις πρωτοχρονιάτικες γιορτές στην Μύκονο. Από τοπική εφημερίδα, τη Νέα Μύκονο, αρ. φύλ. 34, 1950 και αρ. φύλ. 82, 1954, μαθαίνουμε ότι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τα κάλαντα τα έλεγαν μετά τον εσπερινό. Oλη τη νύχτα τα σπιτικά δέχονταν καλαντιστάδες, και σε πολλά είχε γλέντι και χορό μέχρι το πρωί. Στην Ανωμερά, στο μοναστήρι της Τουρλιανής, μετά τη λειτουργία του Αγίου Βασιλείου, ο κόσμος ανεβαίνει στο ηγουμενείο της Μονής για να κόψει ο ηγούμενος την πρωτοχρονιάτικη πίτα και να τραγουδήσουν την "περιτομή του Χριστού", που είναι τα καθιερωμένα "Μοναστηριακά κάλαντα" και συνοδεύονται πάντα από σαμπούνα και ντουμπάκι. Η μελωδία της "Περιτομής" είναι ιδιαίτερη για τη Μύκονο, όπως και ο Μπαλαριστός, και έχει ρυθμό 5/4 και φράσεις 10/4. Δεν χορεύεται και ο τόπος που εδώ παίζεται δίνει την αίσθηση τελετουργικής μουσικής που κάνει κύκλους ανοιχτούς που δεν τελειώνουν ποτέ. 12. Μη με στέλνεις μάνα (Συρτός) Αυτός ο Συρτός (2/4) τραγουδιέται από τις αρχές του 1900 στη Μύκονο, και υπάρχει σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Τα δύο πρώτα στιχάκια αναφέρονται στη μετανάστευση στην Αμερική από τη Μύκονο περίπου ως το 1930. Ονειρα μιας καλύτερης ζωής έκαναν οι γονείς για τις κόρες τους που τις έστελναν για παντρειά στην ξενιτιά, αλλά όπως λέει το τραγούδι, καλύτερα "ψωμί, κρεμμύδι και κείνον π’ αγαπώ". Το τραγούδι έχει 6 νότες, τα διαστήματα και η μορφή της μελωδίας μας κάνουν να υποψιαζόμαστε ότι είναι σαμπουνοτράγουδο. 13. Μπαλαριστός του Κουκά (οργανικό) Μπαλαριστός χορός (βλ. Νο 8) και από τον αλέγρο τρόπο που τον παίζει ο Κουκάς καταλαβαίνουμε πως είναι πηδηχτός χορός. 14. Σουλιώτισσες (Καλαματιανός) Αυτό το Καλαματιανό (7/8) που αναφέρεται στην Επανάσταση του 1821 είναι γνωστό στους περισσότερους Ελληνες. Οι σαμπουνιέριδες το θυμούνται από το δημοτικό σχολείο. Ετσι ενσωματώθηκε και αυτό στο ρεπερτόριο, και βέβαια με πολύ προσωπικές εκτελέσεις επειδή η σαμπούνα έχει 6 νότες και το τραγούδι 9. Ο σαμπουνιέρης όμως βρίσκει τρόπο να "γυρίσει" τις νότες για να μην ακούγεται ελλιπές αλλά γεμάτο (βλ. παρακάτω, "Μουσικές δυνατότητες και τεχνική"). Οταν το ακούμε στο πανηγύρι δεν σκέφτεται κανείς πως είναι από την Ηπειρο γιατί οι σαμπουνιέρηδες το χρωμάτισαν και το έκαναν "δικό μας"… 15. Του Κίτσου η μάνα (Συρτός) Μία από τις μελωδίες που αρέσει στον Παναγιώτη Κουκά να παίζει είναι το γνωστό τραγούδι "Του Κίτσου η μάνα κάθεται" ή, όπως το λένε εδώ, τον "Κίτσο" από τη Βόρεια Ηπειρο. Το είχε ακούσει νέος στην Αθήνα, του άρεσε και το "διασκεύασε" με τον δικό του τρόπο, το έκανε συρτό νησιώτικο. Αλλο ένα παράδειγμα όπου η παράδοση ταξίδεψε και πήρε άλλη μορφή. 16. Ηρθεν ο καλός μου (Συρτός) Υπάρχει ήδη σε δίσκο 48 στροφών από τη δεκαετία του 60 - οργανικό με μυκονιάτικη σαμπούνα και ντουμπάκι σε επιμέλεια της Δόμνας Σαμίου. Θεωρείται μυκονιάτικο τραγούδι και δεν γνωρίζουμε αν υπάρχει σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Το έμαθα από το Βαγγέλη "Λύκο" Κουκά (1924-1997) στην παρούσα μορφή. Είναι σε ρυθμό Συρτού (2/4), η σκάλα ή ο δρόμος ταυτίζεται με της σαμπούνας, και τα γυρίσματα υποδηλώνουν ένα γνήσιο σαμπουνοτράγουδο. Η υπόθεση του τραγουδιού, η παντρειά και η έλλειψη του "παρά", δηλαδή του χρήματος, είναι γνώριμη σε όλους τους Μυκονιάτες που έζησαν πριν από την άνθηση του τουρισμού στα τέλη του 1960. 17. Βάρκα (Συρτός) Ενα συρτό νησιώτικο με άγνωστη καταγωγή. Ο Λευτέρης Σικινιώτης το είχε ακούσει πριν από πολλά χρόνια από άλλα όργανα, του άρεσε και έκανε τη δικιά του διασκευή με τη σαμπούνα. 18. Σούστα μυκονιάτικη Η Σούστα χορεύεται από παλιά στη Μύκονο, και θυμίζει κρητικό χορό. Ιστορικά συνδέεται η Μύκονος με την Κρήτη αφού από τον 17ο αιώνα μέχρι το 1911 που ελευθερώθηκε η Κρήτη, η Μύκονος δέχονταν πρόσφυγες/φυγάδες λόγω Τουρκοκρατίας, που εγκαταστάθηκαν και επηρέασαν σημαντικά την τοπική διάλεκτο. Εδώ ακούμε μια "πανηγυριώτικη" εκδοχή και το πάντρεμα ενός οργάνου που δεν έχει ξανακουστεί με τη μυκονιάτικη ζύ’α, το Cumbus (τσούμπους). Αυτό το τούρκικο "μπάντζο", 12χορδο, με κυλινδρικό μεταλλικό ηχείο με μεμβράνη, είναι από τα λίγα όργανα που μπορούν να παίξουν με τη σαμπούνα. Είναι άταστο και επομένως παίζονται οι "μη συγκεκριμένες" νότες, και έχει την απαραίτητη ηχητική δύναμη. Οι ηχογραφήσεις έγιναν στο Studio Praxis τον Νοέμβριο και Δεκέμβριο του 1999. Από το CD "Σαμπούνες μυκονιάτικες" ******************************************* ***************************************** PAR079 Anonymous00011GR.doc |