|
Κείμενο : Γυναίκες σέρνουν το χορό |
Πηγή : /P058-01 , Ευρετήριο : O-001EFE76 |
Γιάννης Βλαχογιάννης Γυναίκες σέρνουν το χορό Βλαχογιάννης, Γιάννης: "Γυναίκες σέρνουν το χορό", Παράδοση και Τέχνη058, σελ. 4-6, Αθήνα, Δ.Ο.Λ.Τ., Ιούλιος-Αύγουστος 2001. Από το βιλίο: Μεγάλα χρόνια. Λόγοι κι' αντίλογοι. Αθήνα 1930 Γυναίκες σέρνουν το χορό Τα γυναικόπαιδα, με τα φορτιάτικα τα ζωντανά, περάσανε και πάνε κ' είναι από πίσω έτοιμοι οι Σουλιώτες, ως πεντακόσοι το πολύ - ήτανε κι' αλλοι, χωριανοί Παρασουλιώτες, από τα τριγυρινά χωριά, μα γυρίσανε κρυφά στα σπίτια τους. Κ' έχουνε στη μέση τα ρεέμια τα βεζίρικα, κ' είναι έτοιμοι, στο πόδι, να ξεκινάν κι' αυτοί. Ομως στην Κιάφα, λέει η σύμβαση, θ' αργήσουνε να μπουν οι Τούρκοι (και να βρουν αλεύρι ένα σπειρί, και να δαγκώνουνε τ' αλυσιακά τους απ' τη λύσσα τους...). Φυλάν εκεί λίγοι Σουλιώτες και θ' ακολουθήσουν από μακρινές γιδόστρατες την τελευταία στιγμή. Αξαφνα οι Σουλιώτες αγναντέψαν ως πεντ'-έξι γυναίκες να γυρίζουν πίσω βιαστικές. - Πού πάτε, τί γυρίσατε; είπε ο Γιώτη-Γκιώνης γιατί γνώρισε τη νύφη του μαζί. - Κάτι άλογα, ασυνήθιστα στο δρόμο, πέσανε και τσακιστήκαν, άνθρωποι δεν πάθαν, είπε η Δημήτρω του Λάμπρο-Γκιώνη. Τώρα οι σεϊζηδες οι Τούρκοι κλαίνε πως ο βεζίρης θα τους κόψη τα κεφάλια. Ηρθαμε να σας το πούμε, να πάτε να δώσετε τη μαρτυριά, να μην πάθουν οι άνθρωποι. - Είσαστε παλαβές, ωρέ; είπε ο Γιάννη-Σίψας. Η σύβασή μας έγινε να φύγουμε, αν πάμε πίσω, οι Τούρκοι με το δίκιο τους θα μας κρατήσουν. - Τότε πάμε 'μείς! είπε η Σάννα του Σπύρο-Γκέλη. Τράβα μπροστά, ωρή Κίτσα! Ετσι είπε η θεια, να πάμε! - Ποια είν' αυτή; ρώτησε ο γέρο-Κουτσονίκας. - Του Λιώνη Φωτομάρα η ανιψιά, είπε κάποιος. Η Κίτσα κίνησε μπροστά, ήτανε μικροπαντρεμένη, η πειο νεια και η πειο όμορφη. - Είσαι στα συλλοϊκά σου, ωρή; της είπε ο αντράδερφός της ο Φωτούσας. - Θα κάμουμε κ' εμείς τη δική μας σύμβαση! είπε η Κίτσα σοβαρή. Ετσι είπε η θειά. - Σύρτε, ασπροπρόσωπες! είπε ένας Σουλιώτης. - Στην οργή! είπε ο γέρο-Κουτσονίκας. - Ωρέ, ζηλέψατε κ' εσείς οι παντρεμένες της ανύπαντρες; Γυρεύτε παληκαριές; - Η θεια Κατέρω μάς παράγγειλε! είπαν οι νειες γυναίκες. Τ' άλογα ήτανε δοσμένα στη δίκη μας φάρα, και τό 'χουμε ντροπή. Αφού οι γριές δεν έχουνε ποδάρια, πάμε 'μείς. Φωνάξαν από μακρυά το "μπέσα" στους Αρβανιτάδες και ζητήσανε να δούνε τον Ασλάν Πασσά. Ηρθε αυτός, παράξενος, μαζί με τον Καπλάν Πασσά. Οι γυναίκες ξηγήσαν το σκοπό τους αρβανίτικα. - Η μαρτυριά σας φτάνει! είπαν οι πασσάδες με χαμόγελο, αφού κρυφομιλήσανε λιγάκι. Πρέπει όμως να τη δώσετε στον ίδιο το βεζίρη. Αν ακούσει πως ήρθατε και φύγατε, μπορεί βαριά να μας μαλλώση. Νοιώσαν οι γυναίκες το σκοπό τους και χαμογελάσανε κι αυτές. Κυτάχτηκαν και μιλήσανε για μιά στιγμή. - Πάμε! είπανε τέλος. Να του πάρετε τη μπέσα πρώτα! - Αυτός δεν ξέρει μπέσα, δεν είναι Αρβανίτης, δεν σας φτάνει η δική μας; - Μπέσα πρε μπέσα! φωνάξαν οι γυναίκες. - Μπέσα ! είπαν οι πασσάδες. Τις βάλανε στη μέση και κινήσαν. Τότε, το τι γίνηκε μεσ' το στρατόπεδο... Πρώτη φορά βλέπαν οι Τουρκαλάδες Σουλιώτισσες. Γίναν από κοντά τους σύνεφο. Οι γυναίκες, σοβαρές κυτάζανε μπροστά, το δρόμο τους. Για να μη φορτωθούνε ρούχα πολλά ίσαμε το Φανάρι οπού τα καράβια περιμένανε - πληρωμένα κι' αυτά από το βεζίρη - φορούσανε τα γιορτινά τους. Ετσι η συνοδιά έφτασε στο τσαντίρι το φανταχτερό και λαμπροστόλιστο. Μπήκαν οι γυναίκες, και δε σκύψανε παρά μονάχα το κεφάλι σ' αλαφρό χαιρέτισμα. Σταθήκαν ύστερα άσειστες αράδα, αντίκρυ στο ντιβάνι. Οι Αρβανιτάδες ξηγήσαν το σκοπό. Χαμογέλασε πλατιά ο βεζίρης, και λίγο-λίγο έρριξε πέρα το βαρύ κι' άγριό του πρόσωπο. Μ' αρχοντικά κινήματα χαιρέτησε, σταύρωσε στα στήθια του τα χέρια, πιάστηκε κι' ανασηκώθηκε. Πήγε κοντά κ' έκαμε χάζι τω' γυναικών τα κεντητά πουκάμισα με τις πολλές τους λόξες, με το χοντρό κέντημα στο ποδογύρι, στα μανίκια, τις σιγκούνες τους τις ολοκέντητες, άλλες με χρυσά γαϊτάνια κι' άλλες με μεταξωτά, τις κεντητές μπόλιες του κεφαλιού με κρόσσια κατακόκκινα στο πλάι, τις ζώνες όλο μουκαντέμι μεταξωτό, τους ασημένιους σουγιάδες κρεμασμένους στο πλευρό με της βαρειές τους αλυσίδες, που δενόντανε στη μέση με δυο πλατιά θυλύκια. Τέλος τ' ασημένια κουμπιά στα γελέκια τους, τα κόκκινα τσαρούχια με τις κάλτσες μάλλινες, πολύχρωμες, όλο υφαντό κεντίδι. Ο βεζίρης έμεινε μαγεμένος απ' τη γνωριμιά. - Πολεμάτε κ' εσείς, καλές κυράδες; Ο Καπλάν Πασσάς έδωσε την απόκριση. Ο βεζίρης χτύπησε τα χέρια, κ' έφερε ακριβά χαρίσματα, χαλιά, χασιές και τέτοια. Οι γυναίκες μ' ένα απλό κίνημα όλα τ' αρνηθήκανε. - Γεια σας, χαρά σας, ώρα σας καλή! είπε τέλος ο βεζίρης. Και βγήκαν, και πέρασαν το στρατόπεδο, και φτάσαν τους Σουλιώτες, και μπήκανε μεσ' τη γυναίκεια συνοδιά. Και μολογώντας κάνανε να σκάζουν τα κορίτσια τα Σουλιώτικα από το κακό τους. Ομως ο βεζίρης τώρα το συλλογιζόταν, και πολύ. Τόσους πολέμους πού 'καμε με τους Σουλιώτες, δεν τους είχε νοιώσει ακόμα. Και τώρα τους ένοιωσε καλά. Τόσο άργησε... Γιάννης Βλαχογιάννης Μεγάλα χρόνια. Λόγοι κι' αντίλογοι. Αθήνα 1930 *************************************************** ************************************************** PAR58 Vlachogiannis03GR.doc |