Προβολή
Τεκμηρίωση
Τεκμήρια
Προβολή ::
Λήμμα :
χορεύτρα - γυναίκα
χορεύτρα , Χορεύτρια. 1) Η γυναίκα που χορεύει, η χορεύτρια. 2) Εκείνη που έχει ιδιαίτερη επίδοση στο χορό, η καλή χορεύτρια.
Συνδέσεις :
 
 
Περιοχές :
Κάρπαθος,η
Ρόδος,η
Πλυθησμοί :
Τεκμήρια :
( 1 )
Κείμενα
Πλοήγηση :
• Πλοήγηση σε Λήμματα
No Query list